Δασική Υπηρεσία.

Δασική Υπηρεσία.
Υπηρεσιακό αυτοκίνητο

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015

ΒΕΛΑΝΙΔΟΔΑΣΟΣ ΞΗΡΟΜΕΡΟΥ (2ο μέρος)

Η φύση της δρυός
–η οικολογική αξία του βελανιδοδάσους Ξηρομέρου–
Όμορφη η φύση της δρυός· παραδείσια. Πολύτιμη επίσης, για το πλούσιο και πολυποίκιλο των φυσικών σχέσεων που συνθέτονται στα οικοσυστήματά της, για το υψηλόν της βίωσης στα περιβάλλοντά της, για την ολότητα της έμβιας κι άβιας ζωής που συγκροτείται εκεί. Δεμένη η δρυς με τον ελληνικό τόπο, συνιστάμενη εν δεσμώ με αυτόν, φτιάχνοντας σχέση ιδανική, που στην επιστήμη την ονομάζουμε οικολογική ισορροπία. Μιαν αδιατάρακτη φύση των δρυμών συγκροτήθη στην Ελλάδα, με δένδρο αντιπροσωπευτικό της τη δρυ, από την οποία προήλθε και ο σχετικός όρος. Κι είναι περίεργο αλήθεια, σε μια χώρα ξηροθερμική, σε μια χώρα της Μεσογείου, οπού η φύση «κλίνει» περισσότερο στη νότιά της ερημική, παρά στη βόρεια σύμφυτη, να έχει θεωρηθεί η έννοια του δρυμού ως οικεία της, και τα περιβάλλοντά της να νοούνται ως σύνθετα κι ανθηρά. Εξάλλου, η έννοια της «Αρκαδίας», του γιομάτου φύση τόπου, με τους ευτυχισμένους κατοίκους της, που ζουν στα δάση μιαν απλή βουκολική αλλά περιούσια ζωή, στην Ελλάδα γεννήθηκε, αναφερόμενη ακριβώς στα δρυμώδη περιβάλλοντά της –βέβαια, η «Αρκαδία» είχε παραπέρα εννοιολογική αναφορά, ως τόπος της απελευθέρωσης και συλλοής του ανθρώπου στη φύση, ως σύμβολο της παραδείσιας εντέλειας, ως τον ιδανικό προορισμό του ανθρώπου· όμως, ακόμα κι έτσι να τη θεωρήσουμε, οι ελληνικοί δρυμοί προσφέρονταν γι’ αυτά που αντιπροσώπευε…
Περιούσιος ο τόπος της δρυός λοιπόν, περιούσιος ο δρυμός του Ξηρομέρου (όσος και όπως απέμεινε…), για όλα κείνα που αντιπροσωπεύει ως περιβάλλον της δρυός, και κατά βάσιν της βελανιδιάς. Ας τον δούμε στην περιβαλλοντική του διάσταση, στην οικολογική του αξία, σύμφωνα με τη σημασία του ως φυσικό οικοσύστημα, η πορεία του οποίου άγεται από τα βάθη των αιώνων.

Άποψη του κεντρικού Ξηρομέρου, που δείχνει τη διαμορφωμένη κατάσταση στο φυσικό χώρο. Διακρίνεται το χωριό Παπαδάτου και λίγο οι Φυτείες.
Το δάσος του Ξηρομέρου είναι δημόσιο δάσος δρυός, συνιστάμενο κυρίως από τη βελανιδιά (Quercus ithaburensis Decaisne subsp macrolepis / aegilops), δευτερευόντως δε, και συμπληρωματικώς της βελανιδιάς, από χνοώδη, μακεδονική και ποδισκοφόρο δρυ, μαζί με την παρουσία αειφύλλων πλατύφυλλων. Ο βασικός πυρήνας του δάσους συγκροτείται σε μια γραμμή από λόφους, δυτικά και νότια της λίμνης Οζερού, στους λόφους Λιγοβίτσι-Μάνινα, σε μια έκταση 6.000 εκταρίων. Τα Ακαρνανικά Όρη υπάγονται στο δίκτυο προστατευμένων περιοχών Natura 2000 (GR 2310003), όπως και τα όμορα δασικά και υγροτοπικά συστήματα της περιοχής (Οζερός, Αμβρακία, Λυσιμαχία, Λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου και Δέλτα Αχελώου), που διασυνδέονται συγκροτώντας ένα πολυποίκιλο σύστημα μεγάλης οικολογικής σημασίας φυσικών περιβαλλόντων. Από το δάσος του Ξηρομέρου, μόνο ένα μικρό τμήμα του βρίσκεται σε προστατευόμενη περιοχή, στην περιοχή Natura 2000 της λίμνης Οζερού, η οποία γειτνιάζει με το δάσος. Ενώ, το δάσος αυτό έχει χαρακτηριστεί ως Τοπίο Ιδιαιτέρου Φυσικού Κάλλους στη βάση δεδομένων που τηρεί το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
Ανοικτές ομάδες από δασολίβαδα, από μεμονωμένες ομάδες δρυός, από διάσπαρτους αγρούς, από χορτολίβαδα και φρυγανότοπους, δίνουν μια συνολική παρουσία του δασικού οικοσυστήματος του Ξηρομέρου σ’ έκταση περίπου 14.000 εκταρίων. Τούτο το καθιστά ένα από τα μεγαλύτερα δρυοδάση (και δη βελανιδοδάση) των Βαλκανίων. Ως σύνολο οικοσύστημα συγκροτείται από δασικά (που είναι τα βασικά), λιβαδικά, υγροτοπικά (οι λίμνες του Οζερού και της Αμβρακίας κείνται, ενώ ο Αμβρακικός κόλπος, η Λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου και το Δέλτα του Αχελώου γειτονεύουν) και αγροτικά υποσυστήματα, καθώς και από βραχώδεις μικροπεριοχές, που διαμορφώνουν ποικιλία βιοτόπων, οπού συνθέτεται η πλούσια βιοποικιλότητα της περιοχής. Αυτή δεν θα είχε τον υψηλό βαθμό που παρουσιάζει, χωρίς το συνδυασμό στοιχείων και παραγόντων που προσφέρει η σύνθεση που προαναφέρθηκε.

Το υγρό στοιχείο δε λείπει από το Ξηρόμερο: το ρεματάκι της Νήσσας (α) και η λίμνη Οζερού με κυματισμό (β), αντίστοιχα.
Έχει σημασία να ειπωθεί ότι το συγκεκριμένο οικοσύστημα συγκροτείται σ’ ένα δυσμενές ξηροθερμικό περιβάλλον –εξ ου και η ονομασία «Ξηρόμερο», δηλαδή «ξηρό μέρος»–, που το χαρακτηρίζουν οι ξηροί ασβεστολιθικοί λόφοι, των οποίων η κάλυψη με το δάσος ανάγει το σύστημα και το διατηρεί σε κατάσταση υγιούς, ταυτόχρονα όμως εύθραυστης ισορροπίας. Η δρυς εν προκειμένω (από το περσικό «Daru», που η ινδοευρωπαϊκή γλώσσα το εξέλιξε σε «Dru» και «drew», ενώ οι αρχαίοι Έλληνες σε «δρυ»), με την οικολογία της συμβάλλει καθοριστικά στο να έχουμε ένα ισόρροπο οικοσύστημα, πλήρως εναρμονισμένο με τις επικρατούσες κλιματοεδαφικές συνθήκες του τόπου. Ρίχνοντας αργά και σταδιακά τα φύλλα της (η δρυς), από τον Σεπτέμβριο έως και τις αρχές Φλεβάρη, συντελεί, με την ομαλή αποικοδόμησή τους, στο συνεχή εμπλουτισμό του εδάφους με θρεπτικά στοιχεία, πολύτιμα επίσης γι’ άλλα φυτά κι οργανισμούς του περίγυρού της. Ενώ, το ριζικό της σύστημα εκτείνεται σε μεγάλη ακτίνα και βάθος, συγκρατώντας το έδαφος κι αποτρέποντας τις επιφανειακές διαβρώσεις, ταυτόχρονα δε συμβάλλει στον εμπλουτισμό της υδροφορίας του εδάφους με την αύξηση του πορώδους του. Εάν το δάσος αυτό απολεσθεί βαίνουμε σε συνθήκες ερημοποίησης (οικολογικής και κλιματικής), δεδομένου ότι η σταθερότητα του συγκεκριμένου περιβάλλοντος εξαρτάται από την ύπαρξη αυτού του φυσικού συστήματος, λόγω των ιδιαίτερα δύσκολων ξηροθερμικών συνθηκών της περιοχής. Η προσαρμογή του φυσικού συστήματος που θα επακολουθήσει, κατά τη φυσική οπισθοδρομική διαδοχή που θα συντελεστεί, σημαίνει απομείωση του συστήματος, αφού κάθε οπισθοδρόμηση συνεπάγεται υποβάθμιση –πρωτευόντως περιβαλλοντική και κλιματική, δευτερευόντως κοινωνική και πολιτισμική–, που μοιραίως, αν δεν ανασχεθεί, οδηγεί σε τραγικές απώλειες. Το δάσος είναι ο τροφοδότης και ζωοδότης της περιοχής, ο μεγάλος φυσικός εξισορροπιστής για το περιβάλλον και το κλίμα της, παραπέρα δε, για την κοινωνία και τον πολιτισμό του τόπου (και γενικότερα της χώρας). Έχει μεγίστη σημασία λοιπόν η διατήρησή του…
Στο Ξηρόμερο συναντάς πλούτο χλωρίδας, όχι τόσο στο συνολικό αριθμό των εμφανιζόμενων φυτικών ειδών, αλλά στη μοναδική παρουσία και τη σπανιότητα πολλών εξ αυτών. Μια καταγραφή έδειξε την ύπαρξη 256 γηγενών φυτών, με ιδιαίτερη φυτογεωγραφική παρουσία, σε μικροχώρους και (οριακά κάποιες φορές) μικροπεριβάλλοντα, που συνιστούν καταφύγια, θώκους ή και κατώφλια ζωής, οπού διαμορφώνονται συνθήκες απομονωτισμού και προστασίας τους, στα πλαίσια της φυσικής προσαρμογής τους στις φυσικές ή ανθρωπογενείς συνθήκες του τόπου (ενδιαφέροντα τέτοια είδη είναι τα φυτά των βράχων, των σαρών και των πετρωδών εδαφών). Τ’ αγριολούλουδα στο Ξηρόμερο είναι ονομαστά και διαμορφώνουν ένα μοναδικό παράδεισο με τ’ άνθη και τις μοσκοβολιές τους –ξεχωρίζουν τα Paeonia mascula (πηγουνιά), Αnacamptis pyramidalis (κωνσταντινάτο) κ.ά., ενώ μοναδικό για τη σημασία του είναι ο Dictamus albus (Αϊ Βάρβαρος), χαρακτηριστικό φυτικό είδος της περιοχής. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στην Παιώνια την αρρενωπή, που είναι σπάνιο και μοναδικό είδος στο Ξηρόμερο, συνδεδεμένο με την εξέλιξη της βελανιδιάς.

Η παιώνια η αρρενωπή του Ξηρομέρου, ανθισμένη (α) και μη (β), συνδεδεμένη με την εξέλιξη της βελανιδιάς.
Από τα δενδρώδη είδη της χλωρίδας του Ξηρομέρου μένουμε στο κυρίαρχο κι αντιπροσωπευτικό του οικοσυστήματος, τη Βελανιδιά. Ως ιερό δένδρο του Δία στ’ αρχαία χρόνια προστατεύονταν, και μάλιστα, σύμφωνα με τον ποιητή Οβίδιο στο έργο του «Μεταμορφώσεις», ήταν ύβρις η κοπή της βελανιδιάς για τους αρχαίους Έλληνες, αναφέροντας το γνωστό μύθο του Βασιλιά Ερυσίχθονα της Θεσσαλίας, που έκοψε την ιερή βελανιδιά, την αφιερωμένη στη θεά Δήμητρα, και στη συνέχεια τιμωρήθηκε με αφόρητη πείνα, φτάνοντας στο σημείο να φάει τις σάρκες του για να χορτάσει. Αυτός εξάλλου ήταν κι ένας από τους λόγους που οι δρυμώνες στην αρχαία Ελλάδα ήταν εκτεταμένοι: στο ότι είχαν ιερή προέλευση. Είναι είδος (η βελανιδιά) ενδημικό της Ανατολικής Μεσογείου, της πεδινής και της ημιορεινής θερμομεσογειακής και κυρίως μεσομεσογειακής ζώνης, με πολύ καλή προσαρμογή στις δύσκολες κλιματοεδαφικές συνθήκες αυτών των περιοχών· είναι από τα λίγα φυλλοβόλα πλατύφυλλα που έχουν προσαρμογή στις συνθήκες αυτές. Το εύρος της προσαρμογής της εκτείνεται τόσον σε συνθήκες πολύ μικρών θερμοκρασιών και παγετού, έχοντας διαπιστωθεί ότι αντέχει σε ισχυρό και συνεχή παγετό για μέρες, όσον και σε συνθήκες ξηρασίας, έχοντας τη δυνατότητα ν’ αντεπεξέλθει στο υδατικό stress με ανάλογες προσαρμογές, όπως την επέκταση σε μεγάλο βάθος του ριζικού της συστήματος και την απομάκρυνση από το πεδίο της τής ανταγωνιστικής βλάστησης, ιδίως του υπορόφου, που της αποστερεί το πολύτιμο εδαφικό νερό και θρεπτικά συστατικά. Είναι είδος θερμοξηρόβιο και φωτόφιλο, με προτίμηση στα βαθιά, γόνιμα εδάφη, έχει όμως την ικανότητα προσαρμογής και στ’ αβαθή, φτωχά εδάφη, μην έχοντας ιδιαίτερες απαιτήσεις σε νερό –γενικώς, ανταποκρίνεται στη μεγάλη καταπόνηση της ξηρασίας.
Εμφανίζει τάσεις υβριδισμού με άλλα είδη δρυός. Είναι ημιαειθαλές, και έχει την πολύ σημαντική ιδιότητα να εμφανίζει σταδιακή φυλλοβολία, αρχίζοντας από τον Σεπτέμβριο έως και τις αρχές Φλεβάρη. Η σταδιακή φυλλόπτωσή του προσφέρει το πλεονέκτημα της καλύτερης αφομοίωσης των φύλλων στο έδαφος, σε αντίθεση με τ’ άλλα φυλλοβόλα είδη, που ρίχνουν μεμιάς τα φύλλα τους και δημιουργούν σωρούς, στους οποίους η αφομοίωση είναι δύσκολη. Κάτι σημαντικό επίσης, που δεν παρατηρείται εύκολα σε άλλα φυτικά είδη αυτής της ζώνης, είναι ότι τα υπολείμματα της δρυός δημιουργούν χούμο τύπου mull, χάρη στον οποίο βελτιώνεται η σύσταση του εδάφους, αφού επηρεάζονται θετικά οι φυσικές και οι χημικές του ιδιότητες (με τη φύτευση συνεπώς της δρυός, προάγεται η αναβάθμιση υποβαθμισμένων περιοχών), ενώ ευνοείται και η εγκατάσταση υπόροφης βλάστησης.
Η βελανιδιά σχηματίζει κατά κανόνα ανοικτά δάση. Είναι είδος βραδυφλεγές –σημαντικό τούτο για το ρόλο της στις πυρκαγιές–, ενώ το ξύλο της σαπίζει δύσκολα. Είναι λιγότερο εύφλεκτο είδος σε σχέση με τ’ άλλα της συγκεκριμένης ζώνης, ενώ αναγεννάται σχετικά εύκολα μετά τη φωτιά, με τα πρεμνοβλαστήματα που δημιουργεί. Τα φύλλα της εμφανίζουν πλήρη ανάπτυξη σε μόλις 60 ημέρες από την έκπτυξή τους, και τούτο αποτελεί μεγάλο πλεονέκτημα σε ότι αφορά στην άμεση ανταπόκρισή της στις συνθήκες του περιβάλλοντος. Εμφανίζει μια σπάνια προσαρμογή στις συνθήκες ξηρασίας, αφού είναι το μόνο είδος δρυός εξοπλισμένο με έναν ειδικό μηχανισμό προσαρμογής σε ελλειμματικές συνθήκες νερού στο έδαφος, παρόμοιο με αυτό των φρυγάνων. Μπορεί, σε συνθήκες ανεπάρκειας εδαφικού νερού, ν’ αποβάλλει το πλούσιο φύλλωμά του και από το δεύτερο βλαστό του Μαΐου να βγάλει ένα νέο καλοκαιρινό φύλλο μικρότερο, γλαυκό, χνουδωτό, αποκαθιστώντας έτσι το υδατικό ισοζύγιο. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται συχνά στις αναδασώσεις βελανιδιάς ή σε άτομα που αναπτύσσονται σε γλάστρες. Επιπλέον, το οικοσύστημα της βελανιδιάς λειτουργεί και ως μεγάλη δεξαμενή ύδατος, πράμα σημαντικό στις σημερινές συνθήκες ξηρασίας που υπάρχουν. Αυτό το επιτυγχάνει με ιδιαίτερο τρόπο: Ο ανεμοφράκτης της κόμης της, σε συνδυασμό με τον πλούσιο υπόροφό της, βοηθά το έδαφος να μη στεγνώνει και να διατηρείται έτσι μια ικανοποιητική σχετική υγρασία στο μικροπεριβάλλον· ακόμα κι όταν υπάρχουν συνθήκες καύσωνα. Η εξοικονόμηση νερού επιτυγχάνεται με τον τρόπο αυτό, αποθηκεύοντάς το στο έδαφος. Τέλος, ονομαστά είναι τα δασολίβαδα της βελανιδιάς –στις αιθρίες, οι οποίες συνιστούν αραιώσεις των συστάδων, λόγω της βόσκησης–, που αποτελούν οικοτόπους σημαντικής βιοποικιλότητας.

Η βελανιδιά στο Ξηρόμερο είναι το δένδρο-σύμβολο του τόπου.
Η εξάπλωση της βελανιδιάς στα φτωχά ασβεστολιθικά εδάφη του Ξηρόμερου οφείλεται στη δυνατότητά της να ευδοκιμεί επί αβαθών, ξηρών, ασβεστολιθικών εδαφών και να εκμεταλλεύεται το έδαφος με κατάλληλη προσαρμογή στις ακραίες κλιματοεδαφικές συνθήκες του τόπου. Βέβαια, επί των βαθέων εδαφών έχει αρίστη ανάπτυξη, και μάλιστα, όπως έχει διαπιστωθεί, σε ώριμα δένδρα τέτοια στο Ξηρόμερο, ηλικίας άνω των 100 ετών, αναπτυχθέντα σε πλήρες φως, παρατηρείται μια εξαιρετική σπερμοφορία που φθάνει τα 260-380 κιλά βαλανίδια έκαστο. Η βελανιδιά χρειάζεται 60 – 70 χρόνια για ν’ αρχίσει να παράγει καρπούς. Μέχρι τότε, το δέντρο θα έχει φτιάξει κορμό με 50 εκατοστά διάμετρο, αλλά ακόμα θα είναι αρκετά νεαρό. Αφού φτάσει στην ηλικία των εκατό χρόνων, θ’ αυξάνει μόνο την περίμετρό του κατά 2,5 εκατοστά το χρόνο. Σχηματίζει αμιγείς συστάδες, τη βρίσκουμε όμως και σε μικτές με άλλες δρύες, κυρίως τη χνοώδη. Το ξύλο της είναι πυκνό και σκληρό, κατάλληλο για την παρκετοποιΐα και την επιπλοποιΐα, που είναι περιζήτητο, όπως και για στρωτήρες σιδηροδρόμων. Δι’ απανθρακώσεως δίνει εξαιρετικής ποιότητας ξυλάνθρακες. Τα κύπελλά της κάποτε, που χρησιμοποιούνταν η φυσική τανίνη, ήταν περιζήτητα λόγω της ποσότητάς τους σε δεψικές ουσίες και της μεγάλης σποροφορίας των βελανιδοδένδρων. Η τανίνη που περιέχει ενισχύει την άμυνά της, αφού αποτρέπει τα περισσότερα έντομα και τους μύκητες να την επισκεφτούν.
Το δάσος του Ξηρομέρου είναι ένα αρχαίο δάσος, με πολλά μνημειακά δένδρα. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η ηλικία πολλών βελανιδοδένδρων του Ξηρομέρου βρίσκεται μεταξύ των 300 και 800 ετών! Τούτη η παρουσία του, πέραν φυσικά της πολιτιστικής αξίας του, που το καθιστά πολύτιμο ιστορικό μνημείο για την περιοχή και για τη χώρα, του προσδίδει και μεγίστη οικολογική αξία, καθότι τα δένδρα αυτά συνεισφέρουν στη βιοποικιλότητα και προσδίδουν σημαντική οικολογική αξία στο φυσικό σύστημα. Τα μεγάλης ηλικίας αυτά δένδρα αποτελούν τους πυρήνες συγκέντρωσης μιας ανείδωτης ή «προσπεράσιμης» ζωής, η οποία όμως είναι σημαντική για τον οικολογικό της ρόλο και για την προσφορά της στη βιοποικιλότητα. Τα γηραιά πολύκλαδα δένδρα, με το πλούσιο σάπιο ξυλώδες υλικό, συγκροτούν τον ιδεώδη βιότοπο για είδη «αφανή» της ζωής του δάσους, που συμβάλλουν στη λειτουργία του. Εκεί διαβιούν ασπόνδυλα είδη, κυρίως σε κλειστές ομάδες ώριμων δένδρων, εκεί βρίσκεις τους «γνωστούς» δρυοκολάπτες του Ξηρομέρου (τέσσερα είδη δρυοκολαπτών υπάρχουν), οι οποίοι κυνηγούν τα μυρμήγκια (τα «λιγκόνια»), που βρίσκονται στις κουφάλες των γέρικων δρυών, τους κανθάρους του δάσους, ενώ ο πλούτος των λειχηνών και των μυκήτων είναι αξιοσημείωτος.

Μνημειακά δένδρα βελανιδιάς στο Ξηρόμερο.
Το Ξηρόμερο και γενικότερα τα Ακαρνανικά Όρη είναι οικοσύστημα με ορνιθολογικό ενδιαφέρον, καθώς εκεί συναντάς 127 είδη πουλιών, 26 από τα οποία τελούν υπό προστασία, γραμμένα στον κατάλογο 1 της οδηγίας για τα πουλιά 79/409/ΕC. Ο Φιδαετός (Circaetus galilicus), ο αετός (Pernis apivorus), το γεράκι (Falco naumanni), είναι κάποια από τα ορνιθόμορφα αρπακτικά του Ξηρομέρου. Ο δε δρυοκολάπτης του Ξηρομέρου είναι κοινός στο δάσος και γνωστός ως «γαρούλος ο βαλανοφάγος». Ενώ, η ορνιθολογική σημασία του οικοσυστήματος προσαυξάνεται λόγω της γειτνίασής του με τα υγροτοπικά συστήματα της περιοχής (τις λίμνες του Οζερού και της Αμβρακίας, τον Αμβρακικό κόλπο, τη Λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου και το Δέλτα του Αχελώου), όπου εκεί απαντάται πλούσια ορνιθολογική πανίδα αποδημητικών (που κάποια σταματούν στο δάσος για ξεκούραση κι εξεύρεση τροφής) και μη πτηνών. Τα πουλιά που ζουν στην περιοχή είναι ο Μικροτσικνιάς (5+ ζεύγη), το Όρνιο, ο Χρυσαετός (1-2 ζεύγη), ο Πετρίτης (2-4 ζεύγη), το Γελογλάρονο, ο Μπούφος (Bubo bubo), η Λιοστριτσίδα και ο Γαϊδουροκεφάλας.
Η εντομοπανίδα του Ξηρομέρου είναι επίσης αξιόλογη (ορθόπτερα και κυρίως οι νυχτερινές πεταλούδες), όπως και η ερπετοπανίδα (υπάρχει μεγάλη ποικιλία ερπετών, δύο είδη χερσαίας χελώνας, φίδια και σαύρες σ’ ενδιαφέροντες πληθυσμούς). Από τα θηλαστικά συναντούμε τα κοινά της Ελλάδας, στις περιοχές της με ανθρώπινη ή και ανθρωπογενή δραστηριότητα (αλεπού, λαγός, ασβός, κουνάβι, νυφίτσα κ.ά.), ενώ είναι διαπιστωμένη από ιστορικές κι επιστημονικές πηγές η προΰπαρξη ελαφιού, που πρέπει να εξαφανίστηκε από το Ξηρόμερο στα τέλη του 19ου αιώνα.Επίσης, διαπιστωμένη ήταν η ύπαρξη του τσακαλιού, που μέχρι πριν κάποια χρόνια είχαμε ίχνη του και τώρα δεν το βρίσκουμε πια, ακόμα δε και του αγριογούρουνου, που σπανίζει η παρουσία του. Σημείωνε ο Άγγλος αξιωματικός W. M. Leake το 1805, που διήλθε την περιοχή, για την αλλοτινή πανίδα του δάσους της Παλαιομάνινας, που αποτελεί μέρος του δάσους του Ξηρομέρου: «Οι γύρω λόφοι βρίθουν πλατονιών, ελαφιών και αγριογούρουνων, καθώς και τσακαλιών, που ουρλιάζουν ανατριχιαστικά τη νύχτα».
Ας δούμε πώς, περαιτέρω, περιγράφει ο Leake και πάλι το βελανιδόδασος Ξηρομέρου –είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η περιγραφή του στις αρχές του 19ου αιώνα διότι ο Leake χαρακτηρίζεται από την ακρίβεια των στοιχείων του και συνεπώς έχουμε μια σωστή εικόνα της κατάστασης στην περιοχή: «..20 Μαρτίου – Από τον Πρόδρομο στην Ποδολοβίτζα, απόσταση 4 ώρες και 7 λεπτά με τους Αλβανούς πεζούς. Ξεκινούμε στις 09:25, περνούμε τη διάβαση που βρίσκεται ακριβώς στη ράχη του Προδρόμου και σε λιγότερο από μισή ώρα βρισκόμαστε στην κορυφή του αυχένα απ’ όπου φαίνεται μπροστά μας μια πελώρια έκταση καλυμμένη από δάση βελανιδιάς στα οποία κυκλοφορούν μόνο ληστές ή Καραγκούνηδες με τα κοπάδια τους και τα οποία διασχίζουν στριφογυριστά μονοπάτια δύσβατα για τα άλογα, πολύ δε περισσότερο για τα υποζύγια. Αυτό ονομάζεται δάσος της Μανίνας. (…) Το δάσος αποτελείται εξ’ ολοκλήρου από βελανιδιές που δεν φτάνουν ούτε μεγάλα ύψη αλλά μερικές φορές είναι πλατιές και με πολλά κλαδιά. Η ελάχιστη χαμηλή βλάστηση αποτελείται κυρίως από παλιούρι και αγριοχαρουπιές. Υπάρχει επίσης χρυσόξυλο που χρησιμοποιείται ως κίτρινη βαφή».

Δρύες στον Αστακό.
.
Οι «αποδεκτές» εκχερσώσεις!
–οι εκχερσώσεις στο Ξηρόμερο στα πλαίσια των εθιμικών κανόνων–
Στο δάσος του Ξηρομέρου υπήρχαν κατά το παρελθόν εκχερσώσεις και μάλιστα αρκετές (κάποιες καταγράφονται στη δασοπονική μελέτη διαχείρισης του δάσους, του δασολόγου Δημητρίου Καρπούζα, η οποία εμφανίζεται στη βιβλιογραφία που ακολουθεί το παρόν κείμενο). Δε θα ήταν εξάλλου δυνατό να μην υπάρχουν εκχερσώσεις –ήταν ανεκτές όσο τις «ανέχονταν» το φυσικό σύστημα–, αφού αυτές συντελούντο στα πλαίσια της χρήσης των φυσικών πόρων από την τοπική κοινωνία για την επιβίωση και τη συνέχειά της, αποτελώντας μιαν «αυτονόητη» δραστηριότητα στο χώρο, ικανοποιώντας μιαν αδήριτη ανάγκη σε αυτόν. Η γη τότε λογίζονταν ως φυσικός και κοινωνικός πόρος, κι όχι ως οικονομικός, όπως συμβαίνει σήμερα· και ανάλογη ήταν η χρήση της. Τη δραστηριότητα στο φυσικό χώρο, στις τοτινές εποχές, την παρακολουθούσε η δασική υπηρεσία χωρίς να παρεμβαίνει κατασταλτικά, όσο ασκείτο σ’ ένα ορθολογικό πλαίσιο, χωρίς να υπάρχει γενικότερη διατάραξη του φυσικού συστήματος και επώδυνες ανατροπές –ασκείτο θα λέγαμε ένα ελαστικό σύστημα διαχείρισης των φυσικών πόρων. Θα λέγαμε επίσης ότι, στα πλαίσια της εμπιστοσύνης που υπήρχε ανάμεσα στη δημόσια Αρχή, που επόπτευε το φυσικό χώρο, και την τοπική κοινωνία, αναπτύσσονταν η ανοχή της πρώτης στις ενέργειες της δεύτερης, κι αφήνονταν πρωτοβουλίες διαχείρισης του χώρου αυτού στην τοπική κοινωνία, που αναλόγως τον διαρρύθμιζε και με τεχνικές και πρακτικές τον δούλευε. Έτσι προέκυπτε ο τόπος κατά το φυσικό γίγνεσθαι, με τον άνθρωπο να λειτουργεί εν τη φύσει –τη διαμορφωμένη και την αδιαμόρφωτη–, λειτουργώντας βάσει εθιμικών κανόνων.

Αγροί στο δάσος Ξηρομέρου.
Ο χώρος ήτο πρακτικός και διαμορφωνόταν με βάση το εθιμικό δίκαιο. Ο άνθρωπος της υπαίθρου δεν είχε εμπορευματική σχέση με τη γη, παρά βιωματική, γι’ αυτό και η έννοια της ιδιοκτησίας ήταν μη αντιληπτή. Αντίθετα, έννοιες όπως «μάνα γη», «φύση αγία» κ.ά., που σήμερα έχουν ιδεατό περιεχόμενο, τότε είχαν νόημα κι αρχετυπικό περιεχόμενο, και προέκυπταν από την οικειοποίηση της φύσης, σύμφωνα με τη βίωση στον τόπο. Ο υπαίθριος άνθρωπος διατηρούσε ως ένα χρονικό σημείο της ιστορίας του το φυσικό περιβάλλον όπου δραστηριοποιούνταν εν ισορροπία, ακολουθώντας τους κανόνες μιας άτυπης αειφορίας, βάσει μιας κληρονομούμενης φυσιοκεντρικής αντίληψης για το γίγνεσθαι, εκκινούμενος όχι από οικολογική σκέψη, αλλά από κοινωνική συνείδηση, που συναρτάται με την ισόρροπη βίωση στο χώρο, σύμφωνα με τις αρχές, τους κανόνες και τις συνθήκες του οικείου φυσικού περιβάλλοντος. Υπήρχε οικολογική προσαρμογή κατά τη βίωση στον τόπο, μια προσαρμογή που διατηρούσε το φυσικό περιβάλλον και το αποκαθιστούσε όταν θιγόταν.
Όσο το σύστημα είχε φυσικό προσανατολισμό, έστω και με την εν μέρει μετατροπή του σε αγροτοδασικό, ικανοποιώντας πρωτίστως κοινωνικές ανάγκες, χωρίς να υπάρχει περιβαλλοντικό έλλειμμα, ήταν αποδεκτή η διαρρύθμισή του. Ο άνθρωπος λειτουργούσε ως πονητής και πρωτουργός στη διαχείριση του φυσικού χώρου, γι’ αυτό και η δασική υπηρεσία τον άφηνε να πράττει, εμπιστευόμενη τη «σοφία του», πάντα όμως σύμφωνα με τους κανόνες που έθετε –για το λόγο τούτο εξάλλου, οι μηνύσεις που συντάσσονταν τότε από τη δασική υπηρεσία ήταν ελάχιστες, παρά τις επεμβάσεις που πραγματοποιούντο, ακριβώς διότι η αντίληψη για το ενεργείν ακολουθούσε τη λογική του πράττειν, με την έννοια που παραπάνω αναλύσαμε. Βέβαια, η κατάσταση τούτη κατέληξε εκ των υστέρων ν’ αποτελεί πρόβλημα για την ίδια τη δασική υπηρεσία στη διοικητική της λειτουργία, αφού καλείτο, εφαρμόζοντας τη νεώτερη νομοθεσία, την προκύπτουσα κατά τις επιταγές του ελληνικού συντάγματος, να ελέγξει τις περιπτώσεις αυτές μετά το 1945, που έχουμε εικόνα αεροφωτογραφιών της περιοχής, και να λάβει μέτρα προστασίας των εκτάσεων που απώλεσαν τη δασική μορφή τους, παρά το γεγονός ότι η ίδια υπηρεσία λειτουργούσε κατά το πνεύμα ανοχής που προαναφέραμε!
Η πρακτική των ανθρώπων τούς ωθούσε στη διατήρηση αρχών και κανόνων αρχετυπικής συγκρότησης της κοινωνίας, με τη χρήση των φυσικών πόρων και την ταυτόχρονη διατήρησή τους. Ο υπαίθριος Έλλην λειτουργούσε θα λέγαμε σε καθεστώς «νόμιμης παρανομίας», αφού οι ενέργειές του ήταν συμβατές με το εθιμικό δίκαιο και ασύμβατες (=παράνομες) κατά το δασικό! Η «ανοχή» της δασικής υπηρεσίας στην πρακτική του ανθρώπου στο φυσικό χώρο παρατηρείται προπολεμικά, αλλά και μετά τον πόλεμο, για όσο χρόνο οι (ορεινές) τοπικές κοινωνίες λειτουργούσαν στα πλαίσια του κοινοτισμού. Και τούτο υφίστατο παρά το μερικό εκχρηματισμό των ορεινών κοινοτήτων, που όμως δεν ήταν αρκετός για ν’ αλλάξει τον τρόπο του σκέπτεσθαι και του πράττειν των ανθρώπων στον τόπο. Κάτι ανάλογο εξάλλου ίσχυε και με τη χρησιμοποίηση από τη δασική υπηρεσία του τεχνίτη του τόπου στα έργα της, δίνοντάς του πρωτοβουλίες κι αφήνοντάς τον ν’ ασκεί τη μαστορική του ή να κατευθύνει κάποια από αυτά, σύμφωνα με τη σοφισμένη πρακτική του –δέστε, για παράδειγμα, την τέχνη του ντόπιου μαστόρου στη δασική φραγματική (σημειώνουμε ότι ο μάστορας στην τοπική κοινωνία προέκυψε από την ανάγκη διεξόδου αυτής από το μονοδιάστατο προσανατολισμό της στην αγροτική οικονομία).
Ο τρόπος αντιμετώπισης του αγρότη των βουνών από τη δασική υπηρεσία τότε, αποτυπώνεται ολοκάθαρα σε κείμενο του δασολόγου Δημητρίου (Τάκη) Καρρά –ενός ποιητή δασολόγου!– το έτος 1947, όπου φαίνεται σε αυτό η αποδοχή από τον επιστήμονα μιας αδιαμφισβήτητης κατάστασης, της κατά συνείδηση ενέργειας στο φυσικό χώρο του Έλληνα της υπαίθρου. Λέγει: «Πολλοί από τους ανθρώπους του χωραφιού και του δάσους ξέρουν και τόνα και τ’ άλλο και τη σημασία και τις σχέσεις, που τα συνδέουν, όπως ξέρουν και ποια είναι απέναντί τους η θέση του ανθρώπου, που θέλει να ζήσει απ’ αυτά καλλίτερα και ακοπώτερα». Μολοντούτο καταλήγει, φοβούμενος την υπερβολή και κατάχρηση στο πράττειν του Έλληνα· καθότι το φαινόμενο τούτο δεν έλειψε από την ελληνική πρακτική, με τραγικές συνέπειες στο φυσικό χώρο: «Τώρα θέλω να σας φωνάξω μ’ όλη μου την ψυχή: “Αγρότες! Προσέξτε στο άνοιγμα των χωραφιών! Πριν αποφασίσετε να ξεχερσώσετε δασική έκταση, ρωτάτε τους γεωπόνους και το Δασαρχείο. Η Υπηρεσία ξέρει σε κάθε περίπτωση ποιο είναι το καλό σας και μόνο γι’ αυτό υπάρχουν και εργάζονται…”» (Καρράς Δ., «Ο αγρότης και το δάσος. Εκχέρσωσις», περιοδικό «Το δάσος», έτος Α΄, αριθ. τευχ. 2 & 3, έτος 1947). Είναι δε εκ τούτων φανερό ότι η εκχέρσωση (το «άνοιγμα των χωραφιών», όπως αναφέρεται), αποτελούσε πράξη κοινή, «αποδεκτή» και μη επιλήψημη από τη δασική υπηρεσία σε κείνους τους καιρούς, αρκεί να ήταν εις γνώσιν της και να πραγματοποιείτο ορθά. Μάλιστα, δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που η ίδια η δασική υπηρεσία εξυπηρετούσε το σκοπό της μετάβασης της χρήσης της γης από τη δασική σε αγροτική, με την προσφορά εξειδικευμένης γνώσης ως προς αυτό, όπως σχετικά μας πληροφορεί ο δασονόμος Κωνσταντίνος Πασιαλής στο σύγγραμμά του «Το μέλλον της Ανασελίτσης. Μελέτη περί δενδροκομίας», το έτος 1930, με την οποία υποδείκνυε τους τρόπους εμβολιασμών άγριων (δασικών) δένδρων στην επαρχία του Τσοτυλίου, για να μετατραπούν σε καρποφόρα.

Καλλιέργεια κτηνοτροφικού λόλιου στη Μάνινα.
Σήμερα όμως, δεν ισχύουν οι ίδιες λογικές και δεν επικρατούν οι ίδιες συνθήκες του παρελθόντος στη λειτουργία και διαχείριση του φυσικού χώρου. Η μετατροπή της κλειστής αγροτικής οικονομίας με τον μικρό κλήρο γης, που βάσιζε την επιβίωσή της στους φυσικούς πόρους και λειτουργούσε σύμφωνα με την αυτάρκειά της, υποκαταστάθηκε από την κοινωνία της αγοράς, την εκχρηματισμένη κοινωνία, που λειτουργεί με τους κανόνες της εμπορίας και της επιχειρηματικότητας, και βασίζεται σε μεγάλους κλήρους γης –σήμερα, λιγότεροι άνθρωποι, αυτοί που απέμειναν στην ύπαιθρο, κατέχουν πολύ περισσότερη γη σε σχέση με το παρελθόν, ακολουθώντας τον ποσοτικό κανόνα οικονομικής επιβίωσης της αγροτικής τους επιχείρησης, τόσον εκτατικά όσον και παραγωγικά, που επιβάλλεται από την αγορά. Η προσαρμογή της κλειστής, μικρής κοινωνίας του παρελθόντος στην ανοικτή, μεγάλη σημερινή, κρίθηκε ως επιβεβλημένη για την επιβίωσή της, καθότι η μη συμμετοχή της στο όλον σύστημα και τους κανόνες του, σήμαινε απομόνωση της επαρχίας και της υπαίθρου, και μη ανάπτυξή της. Έτσι, η κοινωνία της πρακτικής του παρελθόντος μετατράπηκε σε κοινωνία της πράξης, η κοινωνία του παράγω σε κοινωνία του εμπορίου, ενώ η οικονομία της κοινωνίας μετατράπηκε σε οικονομία της αγοράς. Τούτο προέκυψε από τη νέα αντίληψη θεώρησης της γης, που πλέον αντιμετωπίζεται κατά πρώτον ως οικονομικός πόρος και δευτερευόντως ως φυσικός και κοινωνικός.
Η μετατροπή της γης από κοινωνικό και φυσικό πόρο σε οικονομικό, οδήγησε σε ευρύτερες κοινωνικές και περιβαλλοντικές αλλαγές, σε γενικότερο επίπεδο (πέραν του τοπικού). Ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ απέδωσε στο έργο του «Για την καταγωγή και τα θεμέλια της ανισότητας μεταξύ των ανθρώπων», το 1754, την απόκτηση ιδιοκτησίας, ως έναν από τους λόγους της κατάπτωσης του ανθρώπου, που «έγινε κακός». Η δημιουργία της ιδιοκτησίας, είπε, οδήγησε τους ανθρώπους αρχικά στην κυριαρχία πάνω στη φύση, και στη συνέχεια πάνω στους ανθρώπους –τούτο σήμαινε την απόδοση οικονομικής αξίας στη γη και την απόκτηση δύναμης δι’ αυτής, κάτι που οδήγησε στη δημιουργία των γαιοκτημόνων στη Δύση. Έτσι δημιουργήθηκε το κράτος και βρέθηκε ο άνθρωπος βυθισμένος στην κοινωνική ανισότητητα και τη διαφθορά, που οδήγησε στον απολυταρχισμό. οπότε η ανισότητα πέρασε συγκεκαλυμμένη στη νομιμότητα του πολιτικού συστήματος, που εδραίωσε και ισχυροποίησε το διαμορφωθέν κοινωνικό σύστημα. Έφθασε έτσι στο «Κοινωνικό Συμβόλαιο», το 1762, όπου μίλησε για κοινωνική ισότητα που επέρχεται με την ηθική ελευθερία, στηριζόμενη στα επιτεύγματα του πολιτισμού. Με αυτό επιχειρείται η υπέρβαση της απολυταρχίας και διατυπώνεται το ιδανικό της ελεύθερης κοινωνικής ένωσης, όπου κάθε πολίτης έχει την προστασία της πολιτείας και απολαμβάνει το ιδανικό της δίκαιης και ισόρροπης (κοινωνικά και περιβαλλοντικά) ιδιοκτησίας.
Ο υπαίθριος Έλλην θεωρούσε παλιά τη γη για τη χρήση της εν τω όλω κι όχι ως ιδιοκτησία. Τούτο γινόταν φανερό από το γεγονός ότι εγκατέλειπε το χωράφι που δεν απέδιδε κι αυτό δάσωνε, χωρίς να το διεκδικήσει μετέπειτα ως ιδιοκτησία του, αναζητώντας άλλη γη, για νέα καλλιέργεια –τούτη την αντίληψη την πρόλαβα, βλέποντας τους γονείς μου να εγκαταλείπουν τα ορεινά χωράφια τους διότι απέκτησαν άλλα στον κάμπο, και πλέον κείνα, που «ρουμάνιασαν» (όπως χαρακτηριστικά έλεγαν), να μην τα διεκδικούν (όταν το Εθνικό Κτηματολόγιο τα κατέγραψε ως δημόσια δασικά, αυτοί δεν προσέφυγαν, θεωρώντας, κατά την αντίληψή τους, σωστή μια τέτοια απόφαση, αφού, όπως ο πατέρας μου μού είπε, «δεν πειράζει, ας τα χάσουμε, εξάλλου από τη φύση τα πήραμε…»!)
Λέγει πάνου σε τούτα ο καθηγητής της Κοινωνικής Λαογραφίας Βασίλης Νιτσιάκος αναφερόμενος στο ζήτημα της ιδιοκτησίας σε μια ορεινή κοινότητα της Κόνιτσας, το Πεκλάρι: «Είναι χαρακτηριστική η έλλειψη ενδιαφέροντος εκ μέρους των χωριανών για τις ιδιοκτησίες τους, εκτός από εκείνες που βρίσκονται εντός ή πέριξ του οικισμού, δηλαδή τα σπίτια και τα κηπάρια. (…) Φαίνεται εκ πρώτης όψεως παράδοξο σε έναν εξωτερικό παρατηρητή το πράγματι μικρό ή μηδαμινό ενδιαφέρον των χωριανών για τα κτήματά τους, ακόμα και όσων συνεχίζουν να διαμένουν στο χωριό, σε μια εποχή άκρατης εμπορευματοποίησης όλων των παραγόντων παραγωγής και βεβαίως της γης. Η διαδικασία της μετάβασης από την ατομική στη δημόσια “ιδιοκτησία” μέσω της επέκτασης του δάσους και της ανακήρυξης διά νόμου των πρώην “ιδιοκτησιών” σε δημόσιες δασικές εκτάσεις, φαίνεται να μην απασχολεί ιδιαίτερα τους “ιδιοκτήτες” χωριανούς, γι’ αυτό και δεν προβαίνουν σε καμία σχετική ενέργεια (π.χ. περίφραξη εκτάσεων, ένδικη διεκδίκηση, νομική κατοχύρωση κ.λπ.) Αυτό ισχύει και για τις ελάχιστες περιπτώσεις των ανθρώπων που φέρονται να διαθέτουν τίτλους ιδιοκτησίας (η συντριπτική πλειονότητα δε διαθέτει)» (Νιτσιάκος Β., «Πεκλάρι. Κοινωνική οικονομία μικρής κλίμακας», εκδόσεις Ισνάφι, Ιωάννινα 2015, σελ. 73).

Εναπομείνασες βελανιδιές σε αγρούς.
Το γιατί συμβαίνει αυτό, το εξηγεί ο καθηγητής ως εξής: «…αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι να κατανοήσουμε το γεγονός ότι η τοπική κοινωνία και οικονομία σε μια μακρά διάρκεια λειτουργεί σε ένα σύστημα αυτοκατανάλωσης. Ακόμα και την περίοδο που παρατηρείται διείσδυση της αγοράς και κάποιες μορφές εκχρηματισμού της οικονομίας, το τοπικό σύστημα παραγωγικών σχέσεων δεν αλλάζει προσανατολισμό, συνεχίζει να στηρίζεται στην παραγωγή αξιών χρήσης και η παρουσία του χρήματος δεν οδηγεί στην εμπορευματοποίηση των μέσων και των σχέσεων παραγωγής. (…) Η οποιαδήποτε συμμετοχή, λοιπόν, στην αγορά και η κυκλοφορία του χρήματος δεν σημαίνουν αυτομάτως την εμπορευματοποίηση των μέσων και των σχέσεων παραγωγής. Όταν αυτή η διεργασία παραμένει στη σφαίρα της κυκλοφορίας και δεν επηρεάζει ουσιαστικά τη σφαίρα της παραγωγής, δεν προκύπτουν αλλαγές και μετασχηματισμοί ως προς τον θεμελιώδη προσανατολισμό της τοπικής κοινωνίας και οικονομίας. Οι έξω-οικονομικοί καταναγκασμοί, όπως η φορολογία, δεν επαρκούν για να μετατρέψουν τον προσανατολισμό της παραγωγικής διαδικασίας σε μια εμπορευματική κατεύθυνση και έτσι να εμπορευματοποιηθούν τα μέσα και οι δυνάμεις παραγωγής, δηλαδή να αλλάξει ο τρόπος παραγωγής. Μια τέτοια αλλαγή θα σήμαινε και την εμπορευματοποίηση της γης, δηλαδή τη μετάβαση σε καθαρές μορφές έγγειας ιδιοκτησίας νεωτερικού τύπου, δηλαδή καπιταλιστικές. (…) Έτσι, τόσο το ευρύτερο πλαίσιο και οι τοπικές νοοτροπίες συντηρούν ένα θολό τοπίο σε ότι αφορά τις σχέσεις έγγειας ιδιοκτησίας, ένα τοπίο που χαρακτηρίζεται από την προφορική-εθιμική λειτουργία, τη ρευστότητα ως προς τους όρους και τα όρια, και τη μη ολοκλήρωση του εμπορευματικού χαρακτήρα της παραγωγής, που σημαίνει και των μέσων παραγωγής, μεταξύ αυτών και της γης. (…) Εφόσον κατά κανόνα τίτλοι κυριότητας δεν υφίστανται και το σύστημα λειτουργεί με εθιμικούς κώδικες, είναι φυσικό η ρευστότητα για την οποία μιλάμε να συνίσταται στην ίδια την επέκταση των συνόρων ενός κτήματος ή στη δημιουργία νέων χωραφιών, όταν αυξάνονται οι ανάγκες της εστιακής ομάδας με αυθαίρετο τρόπο, αλλά που δεν οδηγεί σε σύγκρουση με άλλους χωριανούς (π.χ. ξερόγγιασμα δασικών τεμαχίων) ή ακόμα και σε εγκατάλειψη “κτημάτων”, όταν δεν είναι αναγκαία για την επιβίωση της ομάδας. Σε περίπτωση που κάποιο “κτήμα” εγκαταλείπεται για πάρα πολλά χρόνια, με βάση το εθιμικό δίκαιο, μπορεί να το χρησιμοποιήσει οποιοσδήποτε το έχει ανάγκη» (ο.π., σελ. 77- 81).
Σήμερα η σχέση του ανθρώπου με τη γη μεταβλήθηκε από κοινωνική σε εμπορευματική και πλέον η γη λογίζεται ως ιδιοκτησία. Αυτή η αλλαγή επέβαλλε την ιδιοποίηση της γης που χρησιμοποιήθηκε από τον πρόγονο για την επιβίωσή του –που λήφθηκε ως «δάνεια» τρόπον τινά από τη φύση, στα πλαίσια μιας άτυπης «σύμβασης» μαζί της–, καθώς η νέα συνθήκη ιδιοκτησίας θέλει κυριότητα στη γη που επιτρεπτά χρησιμοποιείτο παλιά, σύμφωνα με τον εθιμικό κανόνα. Και τούτο διότι το νέο status λειτουργεί με όρους οικονομικούς κι όχι κοινωνικούς –η κοινωνία είναι εξαρτημένη από την οικονομία, ενώ η πολιτική, που αποτελεί τον ρυθμιστικό παράγοντα στη σχέση αυτή, έχει κυριαρχηθεί από την οικονομία, η οποία ελέγχει το παραγωγικό σύστημα! Η γη και η φύση γίνηκαν μακρινές, σκηνικό κι όχι πεδίο, για το νέο άνθρωπο· ενώ για τον παλιό ήταν οικείες, μέρος του «είναι του». Νοώνοντας τη φύση περισσότερο σαν ιδέα, παρά σα βίωση, φοβούμαστε για το μέλλον της, το οποίο, μ’ ευθύνη του ίδιου του ανθρώπου, φαντάζει άδηλο. Η συνειδητοποίηση της απώλειας της φύσης τρομάζει, χωρίς μολοντούτο να εγείρει! Σημειώνει στοχαστικά ο φιλόσοφος Χανς Γιόνας στο έργο του «Φιλοσοφικές έρευνες και μεταφυσικές εικασίες» (εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα 2001):«Δεν είναι η φύση, όπως άλλοτε, αλλά ακριβώς η εξουσία μας πάνω της αυτή που τώρα μας προκαλεί άγχος, καθώς φοβόμαστε για την ίδια τη φύση και τον εαυτό μας»!

Η γύρω από τον οικισμό της Σκουρτούς διαμόρφωση του φυσικού χώρου σε αγροτοδασικό.
Απότοκο τούτου του γεγονότος είναι ότι σήμερα «ενοχλεί» η διαπίστωση της –ομολογουμένως ισχυρής, κυρίως κατά τον 20ο αιώνα και κατά βάσιν μετά το 1940– διάσπασης του δάσους Ξηρομέρου από τους αγρούς που δημιουργήθηκαν κατά το παρελθόν σε διάφορους χρόνους, και την «αγροτοποίηση» σημαντικού μέρους του, δίνοντας μωσαϊκά εκτάσεων δασικής κι αγροτικής μορφής ή και ολάκερες συνεχείς αγροτικές εκτάσεις, δηλαδή άλλου τύπου φυσικά συστήματα.Πιο παλιά δεν υπήρχε τέτοια αίσθηση, αφού οι αλλαγές στο φυσικό σύστημα κινούντο σ’ ένα πλαίσιο αποδοχής των ενεργειών στο μικροσύστημα. Όταν όμως νεωτέρως το μικροσύστημα ειδώθηκε στο μεγασύστημα, με τις αντιλήψεις για τη γη να έχουν αλλάξει, αφενός λόγω της διεκδίκησής της από τον άνθρωπο ως κτήμα του, κάτι που έδωσε μονιμότητα στην αλλαγή, διαμορφώνοντας «αναπότρεπτες καταστάσεις», αφετέρου με την επανάβλεψη των ενεργειών του παρελθόντος, με κριτική και αυστηρή/καταγγελτική ματιά –σύμφωνα και με όσα στην προηγούμενη παράγραφο αναφέραμε–, ο θεωρός άνθρωπος τρόμαξε με το εύρος της μεταλλαγής, διαπιστώνοντας υπερβολή και κατάχρηση στην πράξη του ανθρώπου της κοινότητας.
Η ευθύνη όμως για την (ισχυρή ομολογουμένως κάποιες φορές) τούτη μεταλλαγή δεν αποδόθηκε τόσο στον μακρινό πρόγονο, που λειτούργησε στα πλαίσια του κοινοτισμού και είχε σχέση επαφής με τη γη –χωρίς ωστόσο ν’ απαλλάσσεται κι αυτός των όποιων ευθυνών του, που σε κάποιες περιπτώσεις είναι μεγάλες, αν αναλογιστούμε τη σκελετοποίηση περιοχών της χώρας, που διαμορφώθηκαν σε χρόνους μακρινούς–, αλλά κυρίως στον νεώτερο πρόγονο, που λειτούργησε εμπορευματικά στη σχέση του με τη γη, προσαρμοζόμενος –βεβαίως– στους κανόνες της ανοικτής κοινωνίας και του εμπορευματικού πνεύματος λειτουργίας της. Η πραγματοπαγής σχέση με τη γη, ιδωμένη αυτή ως εξουσιαζόμενη και αποδίδουσα, κι όχι, κατά την πρακτική της θεώρηση, ως δάνεια και χρησιμεύουσα, ήταν κείνη που επικράτησε και επέφερε τη μόνιμη ανατροπή, αφού η πράξη του ανθρώπου διέπεται πια από την έννοια της διεκδίκησης της γης κι όχι της οικειοποίησης της φύσης, όπως συνέβαινε παλιά.
ΒΕΛΑΝΙΔΟΔΑΣΟΣ ΞΗΡΟΜΕΡΟΥ (1ο μέρος).ΠΗΓΗ  ΔΑΣΑΡΧΕΙΟ   COM.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου