Δασική Υπηρεσία.

Δασική Υπηρεσία.
Υπηρεσιακό αυτοκίνητο

Τρίτη 30 Ιουνίου 2015

Ένταξη υπαλλήλων από τον κλάδο ΥΕ Δασοφυλάκων, στον κλάδο ΔΕ Γεωτεχνικών (Δασοφυλάκων)


Με την αριθ. 16213/12.5.2015 απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, που εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 19 παρ. 6 του Ν. 3208/2003 (ΦΕΚ 303/Α ́) και 61 του Ν. 4280/2014 (ΦΕΚ 159/Α′), και δημοσιεύτηκε σήμερα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Γ′ 604), εκατόν είκοσι έξι (126) υπάλληλοι της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Ηπείρου – Δυτικής Μακεδονίας, εντάσσονται από τον κλάδο ΥΕ Δασοφυλάκων, στον κλάδο ΔΕ Γεωτεχνικών (Δασοφυλάκων).
Δείτε τον πίνακα με τα ονόματα των υπαλλήλων στη σχετική απόφαση.
ΠΗΓΗ  ΔΑΣΑΡΧΕΙΟ  COM.

Χειροπέδες σε λαθροθήρα


Συνελήφθη, χθες (25.06.2015) το βράδυ, σε περιοχή του Δήμου Σητείας, από αστυνομικούς του Κλιμακίου Αστυνομικών Επιχειρήσεων Σητείας, 53χρονος ημεδαπός, ο οποίος κατηγορείται για παραβάσεις της νομοθεσίας περί θήρας.
Ειδικότερα, στο πλαίσιο συντονισμένων ενεργειών, για την καταπολέμηση της παράνομης θήρας, πραγματοποιήθηκε έρευνα από αστυνομικούς της ανωτέρω Υπηρεσίας, σε Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο, οδηγούμενο από τον 53χρονο, όπου βρέθηκε και κατασχέθηκε θήραμα (λαγός).
Ο συλληφθείς με την σε βάρος του σχηματισθείσα δικογραφία, θα οδηγηθεί στον κ. Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Λασιθίου.
Το προανακριτικό έργο διενεργείται από το Αστυνομικό Τμήμα Σητείας.

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015

ΒΕΛΑΝΙΔΟΔΑΣΟΣ ΞΗΡΟΜΕΡΟΥ (3ο μέρος)

Χάνοντας τη βελανιδιά…
–πώς αντιμετωπίστηκε η βελανιδιά στην Ελλάδα…–
Σήμερα η δρυς στη μεσογειακή λεκάνη βρίσκεται σε κατάσταση υποβάθμισης, εμφανίζοντας προοδευτική εξασθένιση κι υποχώρηση, κάτι που αποδίδεται στην ανθρώπινη πίεση σε συνδυασμό με την κλιματική αλλαγή, ήτοι στις μακρές περιόδους ξηρασίας που εμφανίζονται συχνότερα κατά τα τελευταία χρόνια (βλέπε σχετικά: Υπουργείο Γεωργίας, «Κριτήρια και δείκτες αειφορικής διαχείρισης των δασών της Ελλάδας», αυτοτελής έκδοση, Αθήνα 2000, σελ. 30). Η επικράτηση του πεύκου στις περιοχές όπου εξαπλωνόταν η δρυς, οφείλεται στην εξασθένιση της δρυός, όπως περιγράφτηκε παραπάνω, μ’ αποτέλεσμα να συγκροτούνται κοινότητες πεύκων σε κατάσταση climax (φυτοκοινωνία σε ισορροπία), ενώ κανονικά θα έπρεπε να λειτουργούν ως κοινότητες σε κατάσταση paraclimax (παράλληλες ή μεταβατικές φυτοκοινωνίες).

Περπατώντας στο βελανιδόδασος Ξηρομέρου…
Ας μείνουμε, από τα είδη της δρυός, στο χαρακτηριστικότερο του ελληνικού χώρου, στη βελανιδιά. Κάποτε η βελανιδιά κάλυπτε τους ελληνικούς κάμπους, καθώς και τις περισσότερες από τις ημιορεινές και πολλές νησιωτικές περιοχές της Ελλάδας, εκεί οπού σήμερα θα ήταν αδιανόητη η παρουσία της. Για παράδειγμα, θα τη φανταζόμασταν ποτέ να καλύπτει τον σχεδόν γυμνό σήμερα Υμηττό; Πράμα τρελό θα μου πείτε. Κι όμως κάποτε (έως και τον 16ο αιώνα περίπου) σχημάτιζε όμορφα δάση εκεί, μαζί με άλλες δρύες, στη βόρεια κι ανατολική πλευρά του! Μα και από την υπόλοιπη Αττική σχεδόν εξαφανίστηκε, στην οποία κάποτε επικρατούσε («Δρυούσα» αποκαλούσε την Αττική ο Όμηρος). Σύμφωνα με υπολογισμούς μας, που βασίζονται σε στοιχεία περιηγητών, οι οποίοι σε διαφορετικούς χρόνους επισκέφτηκαν την Αττική, καθώς και σε επιστημονικά δεδομένα κι ευρήματα, τα υψηλά δρυοδάση (οι φυλλοβόλες δρύες) άρχισαν να υποχωρούν από την Αττική περίπου στα τέλη του 18ου αιώνα, ενώ μες τον 19ο αιώνα δεν υπήρχε συγκροτημένο δρυοδάσος στην αττική γη. Πληροφορούμαστε σχετικά, από έγγραφο της διοίκησης με ημερομηνία 11-10-1949, ότι κατά την περίοδο της Κατοχής οι αγροί της περιοχής Ασπροπύργου ήταν κατάσπαρτοι από βελανιδόδενδρα, τα οποία προέρχονταν από τα δάση βελανιδιάς του παρελθόντος. Αυτά υλοτομούνταν συστηματικά, για την ευχερέστερη καλλιέργεια των εδαφών και για καυσοξύλευση, χωρίς να προστατεύονται, κι έτσι απωλέσθη το περίφημο αγροτοδασικό τοπίο της Αττικής.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στις «Αχαρνές» του Αριστοφάνη περιγραφόταν η Πάρνηθα και ο Κιθαιρώνας, καθώς και «άπασα η έκταση από την οποία διέρχονταν η από Αθηνών στη Θήβα βαίνουσα οδός», ως περιοχές κατάφυτες από δάση. Αυτά τα δάση, σ’ ότι αφορά στα χαμηλότερα υψόμετρα και τα πεδινά τμήματα, ήταν δρυοδάση. Στα πολύ μετέπειτα χρόνια, υπάρχουν ποικίλες αναφορές περί της υπάρξεως δρυός στην Αττική, όπως αυτή του Γερμανού διπλωμάτη Reinhold Lubenau, ο οποίος το έτος 1589 ανέφερε τη βελανιδιά ως κυρίαρχο δένδρο της αττικής γης, η οποία μάλιστα αξιοποιούνταν για την παραγωγή βαφικών προϊόντων. Ενώ, προς το τέλος του 18ου αιώνα, ο Γάλλος διπλωμάτης Φελίξ Μπωζούρ, κατέγραφε τις λιγοστές πια βελανιδιές της Αττικής, οι οποίες «φύονταν στην ιερή γη της παρέα με τα πεύκα και τις αγριελιές», που πλέον κυριαρχούσαν. Λίγο αργότερα, το έτος 1833, ο Βαυαρός αρχαιολόγος Λουδοβίκος Ρος αναφέρεται στις λιγοστές σκόρπιες βελανιδιές της περιοχής του Τατοΐου, που πια ήταν κυριαρχημένη από πεύκα.
Σύμφωνα με την πρώτη Εθνική Απογραφή Δασών, που ολοκληρώθηκε στα 4/5 του ελληνικού χώρου από το Υπουργείο Γεωργίας το έτος 1992, δεν καταγράφεται παρουσία δρυός στην Αττική, κάτι που ίσχυε και κατά την Κατανομή των Δασών της Ελλάδος, που πραγματοποιήθηκε από το ίδιο Υπουργείο το έτος 1964. Η καθηγήτρια–ερευνήτρια Αναστασία Παντέρα καταγράφει την ύπαρξη βελανιδιών στην περιοχή του Καπανδριτίου σε μικρή έκταση 20,8 στρεμμάτων (Παντέρα, 2002). Η διάδοχος φυσική κατάσταση, μετά την υποχώρηση-εξαφάνιση των δρυοδασών από την αττική γη, ήταν η κυριαρχία των πευκοδασών (μια «μοιραία» συνέχεια, στα πλαίσια της οικολογικής διαδοχής, που επέρχεται), ενώ, κι αυτά τα πευκοδάση υποχωρούν στους σημερινούς καιρούς, δίνοντας τη θέση τους στα αείφυλλα πλατύφυλλα και κατόπιν στα φρύγανα −πολύ δε περισσότερο, στα οικόπεδα, στις κατοικίες και στις καλλιέργειες!..−, γεγονός που σημαίνει περαιτέρω υποβάθμιση του φυσικού τούτου περιβάλλοντος. Η υποβάθμιση συνίσταται στο γεγονός ότι η διαδοχή στη μετεξέλιξη του οικοσυστήματος, δε διαμορφώθηκε φυσικά, αλλά ο ανθρώπινος παράγοντας την προκάλεσε, κατά κανόνα με βίαιο κι ανατρεπτικό τρόπο.

Το δρυόδασος στον Αστακό.
Στους ελληνικούς κάμπους, στο Θεσσαλικό, στης Ηλείας και Αχαΐας, στης Πρέβεζας, στης Αλεξανδρούπολης κ.ά., στις λοφώδεις κι ημιορεινές περιοχές της χώρας, η βελανιδιά κυριαρχούσε, μαζί με τις άλλες δρύες, και σχημάτιζε ατέλειωτα δάση, που σ’ αυτά χανόταν η ματιά, ο στρατοκόπος έχανε τον προσανατολισμό του, αδυνατώντας, μες στο σύμπυκνο και το συμπαγές τους, να καθορίσει την πορεία του και νάχει σίγουρο περπάτημα. Τι απέμεινε από κείνα τα δάση σήμερα; Στο Θεσσαλικό κάμπο βρίσκουμε μικρά υπολείμματά του, όπως το σημαντικό δάσος Κουρί στην πεδιάδα του Αλμυρού, έκτασης 1.000 περίπου στρεμμάτων, καθώς και αραιά σκόρπια παλιά δένδρα μεταξύ ή επί των καλλιεργειών. Στην Ηλεία, η παρουσία της δρυός έχει περιορισθεί σε μεγάλο βαθμό, και το μεγάλης οικολογικής αξίας δρυόδασος της Φολόης (βρίσκεται σε οροπέδιο, μεταξύ των χωριών Λάλα, Νεμούτα, Δούκα, Σιμόπουλο και του ποταμού Ερύμανθου), αποτελεί ότι σημαντικότερο απέμεινε από την «απλωσιά» των Ηλειακών δρυοδασών (το δρυόδασος της Φολόης αποτελεί υπομεσογειακό δάσος πλατύφυλλης δρυός, του οποίου τα ίχνη χάνονται κάπου στους προϊστορικούς χρόνους). Ενώ στην Αχαΐα, κι ειδικότερα στη Στροφιλιά, μόλις 600 στρέμματα απέμειναν από τα άλλοτε χιλιάδες του βελανιδόδασους της περιοχής. Σε σχέση με αυτό το δάσος, είναι σημαντική η πληροφορία του Γάλλου συγγραφέα Γουσταύου Φλωμπέρ, ο οποίος όταν διήλθε στα μέσα του 19ου αιώνα την περιοχή, παρατήρησε ότι ο κάμπος από την Ανδραβίδα μέχρι την Πάτρα ήταν κατάσπαρτος από βελανιδιές, συμπεραίνοντας ότι αποτελούν υπολείμματα παλαιών δασών που εξαφανίστηκαν (Φλωμπέρ Γ., «Το ταξίδι στην Ελλάδα», μετάφραση: Π. Α. Ζάννας, πρόλογος: Κ. Θ. Δημαράς, εκδόσεις Ολκός, έκδοση Ε΄, Αθήνα 2000, σελ. 128, 129).
Στην Πρέβεζα, καθοριστικό ρόλο στον περιορισμό της βελανιδιάς εκεί, έπαιξε η καλλιέργεια της ελιάς, που, κατά μία έννοια επιβλήθηκε από τους Βενετούς, με τα προνόμια που δόθηκαν για τη φύτευσή της. Στη Θράκη, κι ειδικότερα στη νότια περιοχή του Έβρου (Νίψα, Δωρικό), σκόρπιες, σε συστάδες ή λόχμες είναι οι βελανιδιές που βρίσκεις πια, για να θυμίζουν την όμορφη βλάστηση των περίφημων Ορφικών Δρυμώνων του παρελθόντος. Έλεγε για τα δάση αυτά, ο αρχαιολόγος Άγγελος Ποιμενίδης: «Εκατομμύρια βελανιδιές υπήρχαν στον τόπο μας προπολεμικά. Από την Αλεξανδρούπολη ως τη Νίψα ανατολικά και ως την Αρχαία Μεσημβρία δυτικά –απόστασι 40 χιλ/τρων– εβάδιζες υπό σκιάν. (…) Πουθενά στη Βαλκανική και στη Μικρά Ασία δεν υπήρχε τόσος αριθμός ογκωδών δέντρων. Βαποριές από τα καύκαλα των καρπών τους φορτώνονταν για τη Μυτιλήνη –εργοστάσια Σουρλάγκα– και το μάζεμά τους ήταν κάτι παραπάνω από ότι γίνεται με τις ελιές σ’ αυτήν και την Κρήτη. (…) Γνώριζα ένα δέντρο αρχαίο δρυός στην αρχαία Μεσημβρία. Το έβλεπα, θεόρατο σαν πλατάνι και έλεγα ότι οπωσδήποτε θα είχεν ακούσει την Ορφική λύρα. Πέντε χρόνια είναι που σωριάστηκε κάτω για να δώσει δεκαέξη τόννους καυσόξυλα, μόνο από τα κλαδιά του, διότι ο πελώριος, σαν μετέωρο κορμός του στέκει ακόμα ξαπλωμένος, επειδή δεν μπορεί να κομματιαστεί με πριόνι, παρά με δυναμίτη, πράγμα που δε συμφέρει εμπορικά, γι’ αυτό και εγκαταλείφθηκε. Οι δρύες της περιοχής Ζώνης-Μεσημβρίας-Δρυός, 25 χιλιόμετρα δυτικά από την Αλεξανδρούπολη στην παράκτια ζώνη της, ήταν κειμήλια και αν το βελανίδι τους δεν έχει σήμερα αξία, η τουριστική τους σημασία ήταν τρανή. Ευτυχώς που σώζονται μερικά δέντρα ακόμα. Άραγε το Δασαρχείο θα σταματήσει τη συνέχιση της καταστροφής; Δε θα πρέπει να απαγορευθεί η απαισιότητα να πελεκιέται γύρω γύρω το δέντρο, κοντά στην ρίζα, για να ξηραθεί και να γίνει λεία των καρβουνιάρηδων; Εκατοντάδες τέτοιων δέντρων βλέπω στις θηλειές και οι τεράστιοι σκελετοί τους περιμένουν το κατάλληλο πριόνι για να κατακερματιστούν! Ο πολιτισμός τι λέει;» (Ποιμενίδης Άγγ., «Οι Ορφικοί δρυμώνες της Θράκης», περιοδικό «Δασικά Χρονικά», τεύχος 107, Σεπτέμβριος 1967).

Δρυς στο βράχο: φυσική προσαρμογή κι αγώνας για επιβίωση!
Στα ελληνικά βουνά της ηπειρωτικής χώρας, η υποχώρηση των δρυοδασών πραγματοποιήθηκε σταδιακά, εξαιτίας της ανθρώπινης δραστηριότητας που αναπτύχθηκε εκεί, αλλά και λόγω της εκμετάλλευσής τους για την απολαβή της πολύτιμης δρύινης ξυλείας. Η υπερβόσκηση, οι πυρκαγιές, η ανεξέλεγκτη υλοτόμηση, οι μεγάλης κλίμακας καυσοξυλεύσεις, οι εκχερσώσεις για τη δημιουργία χωραφιών κ.ά., συνέτειναν στο να χαθεί η δρυς απ’ αυτούς τους τόπους. Χάθηκαν έτσι πολύτιμα οικοσυστήματα, δάση μοναδικά.
Από τον 15ο και μετά, επιδείχθηκε από τους Ευρωπαίους πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για την ελληνική ξυλεία βελανιδιάς για ναυπήγηση πλοίων, και δημιουργήθηκαν μεγάλης κλίμακας υλοτομίες στα βουνά μας, για το σκοπό αυτό. Και τούτο διότι το ξύλο της βελανιδιάς πλεονεκτεί έναντι άλλων για ναυπηγική χρήση, κάτι που το καθιστά επιζητήσιμο. Δεν είναι βαρύ, ούτε ευάλωτο στη διάβρωση της θάλασσας, είναι ακόμη ανθεκτικό στις πιέσεις κι αντέχει στις προσκρούσεις, ενώ η ελαστικότητά του το κάμει ιδανικό για την κατασκευή των κυρτών μερών των πλοίων. Ο ιστορικός-γιατρός Ιωάννης Ν. Ψύλλας, σημείωνε σχετικά, αναφερόμενος στ’ αρχαία χρόνια: «Η δρυς εις τους κατοίκους των παναρχαίων χρόνων, ότε η γη ανήροτος και άσπαρτος ήτο, παρείχε πρόχειρον τροφήν. Ότε δε έμαθον να κατασκευάζωσι πλοία, παρείχε την αναγκαίαν προς ναυπηγίαν ύλην. Η τρόπις των τριήρεων ήτο δρύινη, ίνα αντέχει προς τας νεωλκίας» (Ψύλλας Ν. Ι., «Ιστορίαν της Νήσου Κέας», έκδοση του Συνδέσμου των εν Αθήναις και Πειραιεί Κείων, Αθήνα 1921, σελ. 118).
Οι υλοτομίες στα ελληνικά βουνά δρυών για ναυπήγηση πλοίων, ήταν καταστροφικές και συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στην υποβάθμιση των ορεινών δρυοδασών σε πολλές περιοχές της χώρας μας. Τη μεγαλύτερη ζημιά φαίνεται πως έκαμαν οι Γάλλοι στα Ηπειρώτικα και στα Ακαρνανικά βουνά. Ιδού τι μας πληροφορεί ο Πουκεβίλ: «Από μια αναφορά, που απευθύνεται στον κόμητα του Μωρεπάς, προκύπτει ότι του έστειλε ο πρόξενος της Γαλλίας στην Ήπειρο 300 κορμούς δρυών, που έφτασαν στα ναυπηγεία της Τουλόν και οι οποίοι είχαν κοπεί από μια έκταση μισής τετραγωνικής λεύγας. Το δάσος της Λορούς, απ’ όπου είχαν υλοτομήσει αυτήν την ξυλεία, και η οποία ήταν πολύ καλή, υπολόγιζαν ότι θα μπορούσε να τους προμηθεύει κάθε χρόνο 80.000 κυβικά πόδια χοντρών μαδεριών. Μια άλλη εκτίμηση, που έγινε από έναν πολύ σπουδαίο ξυλουργό, υπολόγιζε σε 200.000 κυβικούς πόδες το καθαρό ξύλο απ’ το οποίο μπορούσαν να φτιάξουν τη στρώση, τα παραπέτια, τα στραβόξυλα και άλλα ξύλινα εξαρτήματα του πλοίου. Είχαν προειδοποιήσει τον Υπουργό ότι η καλύτερη ξυλεία ήταν εκείνη του Μακρυνόρους, γιατί το έδαφος ήταν ξηρό και βραχώδες, ενώ η ξυλεία της Λορούς προερχόταν από έδαφος βαρύ και υγρό και είχε και σκουλήκια…» (σελ. 247 του 1ου τόμου του οδοιπορικού του).
Πάντως, δε θα πρέπει να παραβλέπεται και το γεγονός, ότι η παραπάνω εκμετάλλευση πρόσφερε εργασία στον τοπικό πληθυσμό, με τις υλοτομίες που πραγματοποιούνταν, στηρίζοντάς τον οικονομικά σε μια δύσκολη γι’ αυτόν εποχή, έχοντας όμως ως τίμημα την υποβάθμιση ή και την απώλεια των ελληνικών βελανιδοδασών. Στην Κατοχή, που ακολούθησε τον πόλεμο του ’40, συνέβη η άλλη μεγάλη καταστροφή των βελανιδοδασών της Ελλάδας, από τους Γερμανούς κατακτητές τούτη τη φορά. Αυτοί, γνωρίζοντας πόσο σημαντικό ήταν το ξύλο του συγκεκριμένου δένδρου για χρήσεις που εξυπηρετούσαν τις επιχειρησιακές (κι όχι μόνον) ανάγκες του πολέμου (για στρωτήρες σιδηροδρόμων, για ξυλεία οικοδομική σε καταστρεμμένα από βομβαρδισμούς κτήρια κ.ά.), το απόλειψαν με ληστρικό τρόπο και το μετέφεραν στη Γερμανία και στις συμμάχους αυτής χώρες, σε τεράστιες ποσότητες.

Ξηροφυλλάδα βελανιδιάς.
Στα ελληνικά νησιά, σε κείνα όπου φύονταν η βελανιδιά, υπήρχε προνόμιο! Η Κέα, η Νάξος, η Άνδρος, από τα Κυκλαδονήσια, είχαν την τιμή αυτή, και η βελανιδιά, λόγω της οικονομικής σημασίας της, έκαμε τους κατακτητές τους να τα βλέπουν ιδιαίτερα. Σήμερα εκεί, τη βελανιδιά τη βρίσκεις λιγοστή. Η Λέσβος παλαιότερα, ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος της ένα απέραντο βελανιδόδασος. Σήμερα το δένδρο αυτό το συναντάς σε λιγοστές σκόρπιες συστάδες και διάσπαρτο στους αγρούς και στα βοσκοτόπια. Η Ικαρία επίσης, ήταν κατάφυτη από βελανιδιές μέχρι και τον 18ο αιώνα (σχετικές αναφορές βρίσκουμε στα οδοιπορικά των Τοurnefort το έτος 1700, Thomas Salmon το έτος 1773, William Hunter το έτος 1792 κ.ά.), ενώ τον 19ο αιώνα οι αναφορές των περιηγητών μιλούν για ένα νησί με πιο αραιωμένη βλάστηση κι υπερβοσκημένο, με το πεύκο να κυριαρχεί στη θέση της βελανιδιάς. Στην Κρήτη, σπάνια είναι πια η βελανιδιά, σε μικρές συστάδες και σε εναπομείναντα σκόρπια δένδρα και σε λόχμες, ενώ τη σημαντικότερη παρουσία της την εμφανίζει στην περιοχή του Ρεθύμνου, όπου βρίσκεται το μοναδικό συμπαγές δάσος βελανιδιάς στην Κρήτη, εμβαδού περίπου 6.000 στρεμμάτων. Στην Κέρκυρα, η βελανιδιά «κυνηγήθηκε», με την ελιά να είναι κυρίως υπεύθυνη για τούτο το κακό. Οι κερκυραϊκοί δρυμώνες ήταν φημισμένοι. Μάλιστα, ο Ιταλός κληρικός Pietro Casola, χαρακτήρισε την Κέρκυρα το έτος 1494 ως «νησί των βελανιδιών». Η ελαιοκαλλιέργεια όμως, από τη μια πλευρά, που επιβλήθηκε από τους Ενετούς, περιόρισε σημαντικά τους δρυμώνες του νησιού, αλλά κι η υπερεκμετάλλευσή τους από την άλλη, οδήγησαν στον αφανισμό τους. Μεγάλη ζημιά στα δρυοδάση της Κέρκυρας έκαμαν οι Γάλλοι, οι οποίοι κατά την περίοδο που διοίκησαν τα Ιόνια νησιά, προέβησαν σ’ επίταξη όλων των δρυοδένδρων και των κυπαρισσιών του νησιού, για τις πολεμικές τους ανάγκες. Υπολογίζεται ότι οι πεδινοί Κερκυραϊκοί δρυμώνες χάθηκαν περίπου τότε. Γενικώς, δρυοδάση (υποβαθμισμένα, υπολείμματα παλαιών δρυοδασών) είχε η Κέρκυρα μέχρι και τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο (περίοδος 1915-1918), όταν τότε έγιναν και οι υλοτομίες των τελευταίων δρυοδένδρων των ορεινών της δρυμώνων. Στη Λευκάδα, το μοναδικό δρυoδάσος του νησιού, των (Σ)Κάρων, χρησιμοποιήθηκε ως βοσκότοπος, για τη διατήρηση της πλούσιας κτηνοτροφίας του νησιού, και υποβαθμίστηκε σε σημαντικό βαθμό· αν και επί Ενετών διαχειρίσθηκε υποδειγματικά, για την παραγωγή του ξύλου της βελανιδιάς, που χρησιμοποιούνταν στη ναυπηγική −και ήτο πολύτιμο γι’ αυτούς, καθώς διέθεταν το μεγαλύτερο τότε στόλο.
Σε πολλά από τα ελληνικά νησιά, μα και σε περιοχές της ηπειρωτικής χώρας, η βελανιδιά φυτεύτηκε σε αγρούς και σε δασικά εδάφη, για την παραγωγή των πολύτιμων προϊόντων της (των βελανιδιών και του κηκιδιού ως επί το πλείστον, αλλά και του ξύλου της). Η ελληνική νομοθεσία από παλιά έδινε προνόμια «εξημέρωσης» των άγριων βελανιδιών που φύονταν σε δασικά εδάφη. Αναφέρουμε ως παράδειγμα το νόμο 2636 της 28ης Ιουλίου 1921 (ΦΕΚ 135/Α΄/4-8-1921) «Περί διαθέσεως δημοσίων δασικών εκτάσεων διά γεωργικούς, δενδροκομικούς και άλλους κοινής ωφελείας σκοπούς», όπου στο άρθρο 1 παράγραφος 2 αυτού, δινόταν η δυνατότητα –μεταξύ των άλλων– εξημέρωσης διά εμβολιασμού βελανιδιών για καλλιέργεια. Η μεγάλη οικονομική σημασία των παραγόμενων από τη δρυ προϊόντων στα παλαιότερα χρόνια, φαίνεται κι από τους ειδικούς νόμους, που αφορούσαν στη φορολογία τους. Όπως, του νομοθετικού διατάγματος της 7ης-8-1837 «Περί φορολογίας των βαλανιδοκικιδοδένδρων», του νόμου ΒΠ της 5ης –8-1892 «Περί φορολογίας των προϊόντων της γης και ζώων», του νόμου 3676/27-3-1910 «Περί φορολογίας και συλλογής του βαλανιδίου» κ.ά.

Νεαρό δρυόδασος στο Ξηρόμερο.
Για να κατανοήσουμε τη μεγάλη σημασία που δινόταν παλιά στην παραγωγή του βελανιδιού, αρκεί ν’ αναφέρουμε ότι σύμφωνα με τη γεωργική απογραφή του 1861, υπήρχαν στην τοτινή Ελλάδα 13.000 στρέμματα βαλανιδεώνων, που, σύμφωνα με την απογραφή, αποτελούσαν φυτείες επί γεωργικών εδαφών! Προπολεμικά (πριν το 1940) το βελανίδι ήταν περιζήτητο ως χρησιμοποιούμενη πρώτη ύλη στη βυρσοδεψία, και μάλιστα ήταν ακριβότερο προϊόν από το ελαιόλαδο. Η μεγάλη ζήτησή του, ώθησε πολλούς αγρότες να φυτέψουν τη βελανιδιά σε χωράφια τους ή να περιποιηθούν δένδρα δημοσίων γαιών, για τη συλλογή του βελανιδοκάρπου. Η κατάσταση αυτή οδήγησε σε μεγάλη αύξηση του αριθμού των δένδρων βελανιδιάς στη χώρα. Έλεγε σχετικά το έτος 1909 για τη Λέσβο ο Οικονόμος Σταύρος Τάξης: «Μέχρι των αρχών του παρελθόντος αιώνος τα δένδρα των βαλανιδέων εν τη νήσω εκόπτοντο και ηκρωτηριάζοντο συνεπεία της ελαχίστης τιμής, ης απολάμβανεν ο καρπός αυτών, το βαλανίδιον. Το 1840 ετιμάτο 12-14 γρόσια ο στατήρ. (…) Τελευταίως όμως η τιμήν του ανήλθε στα 50-60 γρόσια ο στατήρ και οι βαλανιδέες της νήσου καλλιεργούνται…» [Τάξης Στ., «Συνοπτική ιστορία και τοπογραφία της Λέσβου», έκδοσις δευτέρα (επαυξημένη και μεταρρυθμισμένη), εκ του τυπογραφείου Ι. Πολίτου, εν Καΐρω 1909, σελ. 68].
Οι πληροφορίες μάλιστα που μάς δίδονται, σ’ ότι αφορά στις φυτεμένες σε αγρούς βελανιδιές, είναι ότι οι φυτεύσεις γινόταν σε πυκνότητα 4-5 δένδρα ανά στρέμμα (αραιή φύτευση), ώστε να μπορούν τα δένδρα ν’ αναπτυχθούν ελεύθερα, απλώνοντας τα κλαδιά τους (κάτι που εξυπηρετούσε τη μεγαλύτερη παραγωγή καρπού). Το χωράφι κάτω από τα δένδρα, συνήθως καλλιεργείτο με σιτηρά, ενώ, μετά το θερισμό τους, ερχόταν τα κτηνοτροφικά ζώα κι έβοσκαν. Κατ’ αυτό τον τρόπο εξυπηρετείτο τριπλός σκοπός. Κατά πρώτον, με τη συγκαλλιέργεια η βελανιδιά υποβοηθείτο κι απέδιδε περισσότερο. Κατά δεύτερον, η υπό των δένδρων γεωργική γη δεν έμενε ανεκμετάλλευτη, αφού καλλιεργείτο με σιτηρά, δίνοντας ένα επιπλέον εισόδημα στον αγρότη. Κατά τρίτον, η κτηνοτροφία που ασκείτο σε συγκεκριμένο χρόνο κι έδαφος, παρείχε τροφή στα ποίμνια σε δύσκολους γι’ αυτά καιρούς, αφού το θέρος, που τα πάντα ξεραίνονταν, η τροφή δύσκολα ανευρίσκονταν. Ταυτόχρονα, με τις συνδυασμένες παραπάνω χρήσεις, διατηρείτο «καθαρή» η κάτω από τα δένδρα γη, για να είναι άνετη κατόπιν η συλλογή του βελανιδιού. Σοφή, αλήθεια, η διαχείριση των εδαφών από τους προγόνους, οι οποίοι καλλιεργούσαν χωρίς να θίγουν, επενέβαιναν χωρίς να πληγώνουν…
Ενδεικτικό της ιδιαίτερης αξίας που αποδίδονταν στη βελανιδιά, λόγω της οικονομικής της σημασίας, αποτελεί το γεγονός ότι στα αυτοκρατορικά δωρητήρια γαιών κατά τα βυζαντινά χρόνια, αλλά και στα συμβόλαια μεταβίβασης γαιών που συντάσσονταν έως και τα νεώτερα χρόνια, καταγράφονταν ο αριθμός των βελανιδιών που ευρίσκονταν μέσα στους αγρούς.
Όταν όμως η οικονομική σημασία αυτού του δένδρου έπαψε να υφίσταται, η καλλιέργειά του εγκαταλείφθηκε και η γη όπου φύονταν μετατράπηκε (και μετατρέπεται) σε οικόπεδα, βοσκότοπους και χωράφια. Η σχετική ρήση εξάλλου που λέγει, «δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται», υποδηλώνει την καταστροφή που ακολουθεί την πτώση της δρυός. Όμως, η έστω και με τεχνητό τρόπο εγκατάσταση της βελανιδιάς σε καλλιεργούμενα εδάφη, διαμόρφωσε μια τοπική οικονομία παραδοσιακού τύπου, οπού αναπτύχθηκαν εξαιρετικής σημασίας αγροοικοσυστήματα και δασολίβαδα, που, δυστυχώς, κι αυτά ακόμη χάθηκαν (ή χάνονται) στο όνομα της αξιοποίησης των πάντων!

Δρυόδασος σ’ εξαιρετικά δύσκολες κλιματοεδαφικές συνθήκες στο Ξηρόμερο.
Μάλιστα, η συνύπαρξη των άγριων και ήμερων της φύσης, που στ’ αγροτοδασικά οικοσυστήματα της ελληνικής υπαίθρου επιτυγχάνονταν, ήταν τόσο βαθιά ριζωμένη στη συνείδηση του λαού, που έπλαθε μύθους για τη σχέση αυτή. Δέστε έναν τέτοιο μύθο, π’ αφορά στη δρυ και την άμπελο: Η άμπελος του αγρού είχε αναπτυχθεί τόσο πολύ, που γύρευε στήριγμα για να σταθεί. Κάλεσε τη δρυ γι’ αυτό. «Δρυ, είπε, κλίνε τον κορμό σου για να με υποστηρίξεις». Απάντησε η δρυς: «Χρωστώ να σε υποστηρίζω, αλλά είμαι ογκώδες και πολύ στέρεο δένδρο και δε δύναμαι να κλίνω. Περιέβαλε εις εμέ τους βραχίονές σου αγαπητή άμπελε, και μην αμφιβάλλεις ότι θέλω να σε υποστηρίζω και να σε περιθάλπω. Ενώ θα σε βαστάζω, θέλεις καλωπίζειν τον κορμό μου με τα ωραία σου πράσινα φύλλα και τους κοκκινοχρόους σου βότρυας». «Αλλά επιθυμώ, αποκρίθηκε η άμπελος, ν’ αυξάνω χωρίς να κρέμομαι από εσένα, γιατί δε μπορείς εσύ να τυλιχθείς περί εμέ, και θέλω να μ’ αφήσεις να μεγαλώσω κατευθείαν κι ανεξάρτητα». «Η φύση τούτο ποτέ δεν εσκόπευε, απάντησε η δρυς. Αν μόνη υψωθείς. και το δοκιμάσεις, οι άνεμοι και η βροχή, και μάλιστα το ίδιο το βάρος σου, θα σε κατεδαφίσουν. Ούτε αρμόζει να εκτείνεις τους βραχίονές σου τήδε κακείσε μεταξύ των δένδρων. Τα δένδρα θα λένε ότι τους βαραίνεις και θα σε διώχνουν. Έπειτα, θα περιπλεχθείς σε τόσους ξένους κλάδους που θα χαθείς, αφού δε θα έχεις κάποιον, όπως εμένα, να σε φροντίζει και να σε ελεεί». Μετά από τα λόγια αυτά, επείσθη η άμπελος κι αγκάλιασε με αφοσίωση τη δρυ.
Δρυός πεσούσης…
–ποια η κατάσταση του βελανιδοδάσους Ξηρομέρου σήμερα;–
Είναι η δρυς ριζωμένη στον τόπο· ως ιδέα και ως ύλη· ως σύμβολο και ως φύση. Είναι δε η ρίζα της τόσο βαθιά, που θα λέγαμε ότι η εξαγωγή της συνιστά ξεχέρσωμα ζωής, ξεθεμελίωμα του τόπου, «ριζική του» ανατροπή. Ένας τόπος βαστηγμένος από τη δρυ, μεταλλάσσεται και α-τοπικά συγκροτείται, ως το αστοιχείωτο και ουτιδανό μιας απροσδιόριστης, μη λογισμένης, περιπτωσιακής/ευκαιριακής μεταλλαγής, που ικανοποιεί την άμεση πρακτική, όμως οδηγεί στην κρίση του τόπου, συνθέτοντάς την με μόνιμα χαρακτηριστικά. Εξέλιξη θεωρείται η διαμόρφωση μιας τέτοιας κατάστασης, κατά τα πρότυπα της αγοράς και της τεχνοκρατίας, είναι όμως ουσιαστικά οπισθοδρόμηση, λόγω της αξιακής κατάπτωσης και της απώλειας πολύτιμων αγαθών. Τ’ αποτελέσματά της δε «βλέπονται», ακριβώς διότι ο κατά σύστημα ενεργών δεν συνειδητοποιείται ως παθών και συγκροτεί το φευ που αναισθήτως βιώνεται, διαμορφώνοντας το αρνητικά επιγενόμενο, που λόγω της φυσικής απώλειας θα έπρεπε να λογίζεται ως τέτοιο· όμως –αλί– αυτό δε συμβαίνει! Ίσως τελικά τούτο να συνιστά κι ένα από τα δράματα του καιρού μας· το δράμα –αν θέλετε– του Έλληνα: το ότι η φύση, η πολύτιμη στην κάθε της έκφραση, της δρυός εν προκειμένω, δεν αξιώνεται διότι δεν αξιολογείται για το ιστορικό και οικολογικό της βάρος, και δεν προσλαμβάνεται ως αξία που συγκροτεί το γίγνεσθαι –το κοινωνικό και περιβαλλοντικό– στον τόπο. Αποτέλεσμα τούτου είναι να φτωχαίνει ο Έλληνας, να φτωχαίνει η χώρα, χωρίς μολαταύτα η κατάσταση αυτή να γίνεται συνειδητή, ακριβώς διότι έχουμε πλήρως αναισθητοποιηθεί στο μιθριδατισμό της «ανάπτυξής μας»!

Υποβαθμισμένο δρυόδασος στο Ξηρόμερο.
Απροσμέτρητη ήταν και η καταστροφή των δρυμών της Αιτωλοακαρνανίας, από ποικιλώνυμους καταστροφείς, εκεί οπού η φύση ήταν πλούσια, με τις δρύες να δημιουργούν έναν ατέλειωτο παράδεισο. Σύμφωνα μ’ εκτιμήσεις, που προκύπτουν από στοιχεία περιηγητών, η Ακαρνανία καλυπτόταν μέχρι και το πρώτο μισό του 19ου αιώνα από δάση σε ποσοστό περίπου 40-50%, ενώ στην Αιτωλία το ποσοστό αυτό ήταν περίπου 25-35%. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι το δρυόδασος του Ξηρομέρου, που ήταν το πιο εκτεταμένο και πυκνότερο δάσος της περιοχής, μειώθηκε κατά 50% από το έτος 1945 έως τις μέρες μας, ενώ το 25% της έκτασης που καταλάμβανε το έτος 1945 αραιώθηκε σε σημαντικό βαθμό, και το υπόλοιπο 25% μετατράπηκε σε κυρίαρχη μακκία, χαμηλή ξηροφυλλική βλάστηση (Δεληγιάννης, 2006). Τον παράδεισο τούτο λοιπόν, ο νέος Έλληνας τον απαξίωσε, τον υποβάθμισε, τον έσβησε, μετατρέποντας τον ευλογημένο τόπο, σε άμοιρο.
Δέστε τι έκαμε ο Έλληνας στο δρυμό του Αγρινίου, στην περιγραφή που έστειλε στο περιοδικό «Μη Χάνεσαι», στις 14 του Μάη του 1883, ο ανταποκριτής του: «Από χθες ανεχώρησε δι’ Αγρίνιον ο ανακριτής Πόλας προς ενέργειαν επί τόπω ανακρίσεων επί τη ανέδην ενεργουμένη εκείδε καταστροφή του δάσους: η αναλγησία της Κυβερνήσεως επί τη φθορά ταύτη πολυτιμοτάτης περιουσίας του δημοσίου, προξενεί ενταύθα μεγίστην αίσθησιν· φαίνεται ότι οι καταστροφείς του δάσους προστατεύονται σπουδαίως εν τω αρμοδίω τμήματι του υπουργείου των Οικονομικών: οι πάντες δε ενταύθα και εν Αγρινίω πιστεύουσιν ότι η ισχυρά χειρ του τμηματάρχου Βαλσαμάκη, πρώτου εξαδέλφου εκ της συζύγου του, των αδελφών Βλαχοπούλων, δεν είναι αμέτοχος της επιδαψιλευομένης τοις φθορεύσι του δάσους ευμενείας: Κατά το παρελθόν έτος παρά του εκδασωθέντος εδάφους εκαλλιεργήθησαν δημητριακοί καρποί πλέον των 2000 στρέμματων· η περίστασις αύτη εγνώσθη εις το υπουργείον δι’ αναφορών, και προεκλήθη τούτο να εκθέση εις δημοπρασίαν την ενοικίασιν των επί των προσόντων τούτων δικαιωμάτων επικαρπίας του δημοσίου, αλλά το υπουργείον ουδέν έπραξεν, και ούτω το δημόσιον εξηρέθη και της εισπράξεως νομίμου δικαιώματος: Εάν η δικαστική αρχή ήτις επιληφθεί ήδη συνεπεία μηνύσεων τακτικών της καταδιώξεως των επί του δάσους εγκλημάτων τούτων δεν δειχθεί αμείλικτος και αυστηρά, ουδέν δάσος εν Τριχωνία θ’ αποφύγει την πλεονεξίαν των ιδιωτικών συμφερόντων, των οποίων δυστυχώς η αντίθεσις προς το μέγιστον συμφέρον όπερ έχει το κράτος συντήρησιν των δασών, έλαβεν εκεί, ως εκ της ατιμωρησίας μεγίστην επίτασιν» (Ανώνυμου εκτάκτου ανταποκριτού, «Δάσος Αγρινίου», ανταπόκριση, περιοδ. «Μη Χάνεσαι», τόμος 4, τεύχος 484, έτος 1883).
Σε νεότερη δε ανταπόκρισή του ο ίδιος αναφέρει για το δάσος της Τριχωνίας: «Ταλαίπωρον δάσος! Επέπρωτο επί της πρωθυπουργίας του λαοφιλούς Χαριλάου Τρικούπη να σωριασθείς υποκύπτον εις το πυρ και εις τον σίδηρον, και αι ουρανομήκεις κορυφαί σου, εφ’ ων μόνον οι υψιπετείς αετοί ανέπνεον να καταπατώνται από τους βεβήλους πόδας ανθρώπων εκ της φυλής των κυνών. Περί της φοβεράς αυτής καταστροφής της απογυμνωσάσης την φτωχήν λίμνην, της εγκαταλειψάσης τινάς μόνον τήδε κακείσε μέλανας σκελετούς, δίκην φαντασμάτων, εξ’ ων τις οίδε πόσοι μύθοι θέλουσι πλασθεί, και πού πολίτης συλλέγων διαβολικά ανέκδοτα και πλουτίζων ούτω τας πολυτίμους συλλογάς του!!!». Μας πληροφορεί δε ούτος στο κείμενό του, ότι «ο κ. πρωθυπουργός διέταξε τον ενταύθα διαμένοντα ευσυνείδητον γεωμέτρην Γεώργιον Χρηστοφόρου όπως καταμετρήσει τας εκχερσωθείσας γαίας και μη, και να υποβάλλει πίνακαν εις το υπουργείον των Οικονομικών», όμως το «το κακό έγινεν και τα δάση είναι πια γεωργικαί γαίαι» (Ανώνυμου εκτάκτου ανταποκριτού, «Το δάσος της Τριχωνίας», ανταπόκριση, περιοδ. «Μη Χάνεσαι», τόμος 4, τεύχος 496, έτος 1883).

Αραιωμένο δρυοδάσος στο Ξηρόμερο.
Μία εικόνα των δασών της Τριχωνίας μάς δίνεται και μέσα από τις αφηγήσεις τριών περιηγητών σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Σημείωνε για τα δάση της Τριχωνίας ο Πρώσσος περιηγητής Jacob Salomon Bartholdy (διήλθε την Ελλάδα τα έτη 1803-1804): «Η λίμνη (της Τριχωνίδας) ξεχωρίζει για την ομορφιά της και για τα δάση που την περιβάλλουν, των οποίων την ξυλεία απόλειψε το έτος 1788 ο πρόξενος της Γαλλίας J. B. Lassale, για την κατασκευή πλοίων για το γαλλικό ναυτικό» (BartholdyJ., «Ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την Ελλάδα 1803-1804», τίτλος πρωτοτύπου: Voyage en Grece, fait dans les annees 1803 et 1804, απόδοση: Φώντας Κονδύλης, εκδόσεις Εκάτη, Αθήνα 1993). Ο Άγγλος Martin Leake το έτος 1805, μας πληροφορεί ότι μερικά μεγάλα δένδρα αυτού του δάσους –τα μεγαλύτερα που είδε στην Ελλάδα!– απέμειναν, τα δε υπόλοιπα ξαναγεννιούνταν σιγά σιγά (Leake William Martin, «Travels in Northen Greece», London 1835). Ενώ το έτος 1860, ο Άγγλος υποπρόξενος στο Μεσολόγγι D. E. Colnaghi, αναφέρεται στο δάσος από βελανιδιές της περιοχής, που φαίνεται να επανακάμπτουν (Colgaghi D. E., «Journal of tour in Akarnania, with account of ruins of New Pleuron, Gyftocastro and Petrovouni (Transaction of the Royal Society of Literature, vol. 7), Article dated Missolohghi, 1861)».
Είναι γεγονός ότι στο δάσος του Ξηρομέρου δεν έχει μέχρι σήμερα συντελεστεί ορθολογική διαχείρισή του –οι δύο διαχειριστικές μελέτες που συντάχθηκαν, τα έτη 1933 και 1964, δεν εφαρμόστηκαν. Είναι ένα δάσος που έχει περιοριστεί σημαντικά σε βάθος χρόνου, λόγω της κατάληψης της γης του από τον άνθρωπο, και της εκμετάλλευσής της κατά τρόπο μη συμβατό με τη λειτουργία του φυσικού συστήματος. Ο άνθρωπος εκμεταλλεύτηκε τη δασική γη κυρίως γεωργικά, λιγότερο οικιστικά, ενώ υπερυλοτόμησε το δάσος για την απολαβή του πολύτιμου ξύλου του. Υποβαθμιστικά κι εντέλει συμπληρωματικά στην απώλεια του δάσους λειτούργησε και η έντονη βόσκησή του. Οποιαδήποτε χρήση στο φυσικό τούτο χώρο δεν προέκυψε από μελετημένη διαχείριση του φυσικού συστήματος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το δρυόδασος να περιοριστεί στο 33 % της σύνολης έκτασής του (που ανέρχεται στα περίπου 14.000 εκτάρια), με το 15% να είναι δασοσκεπείς εκτάσεις και το υπόλοιπο να είναι (δενδροκομικές κυρίως) καλλιέργειες (στοιχεία από τη «Δασοπονική μελέτη περί προσωρινής διαχειρίσεως του δημοσίου δασικού συμπλέγματος “Μάνινα” Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας» του έτους 1964). Λογιζόμενοι στα παραπάνω διαπιστώνουμε την «υπερβολή» των καλλιεργειών έναντι του δάσους κι εντέλει την κυριαρχία τους σε σχέση με αυτό. Και τούτο, στους σήμερους καιρούς, με τις νέες αντιλήψεις για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος που ισχύουν, και την αειφορική διαχείριση του φυσικού χώρου, που ως αντίληψη περιβαλλοντικής διαχείρισης προάγεται, φαντάζει εξαιρετικά αρνητικό! Βέβαια, στους παλαιότερους καιρούς μια τέτοια αξιολόγηση δεν υφίστατο, αφενός διότι προτάσσονταν η επιβίωση του μεγάλου (τότε) τοπικού πληθυσμού, που ήθελε γη για καλλιέργεια, αφετέρου διότι η μεταλλαγή του τόπου δεν είχε τη «βιομηχανοποιημένη» σύγχρονη εκδοχή της, με τη μετατροπή της γης σε καλλιεργήσιμη ή οικοπεδική, προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο οικονομικός της ρόλος –είδαμε νωρίτερα ότι το 50% του δάσους Ξηρομέρου απωλέσθη μετά το 1945! Εξάλλου, οι αντιλήψεις ως προς τη διαχείριση του φυσικού χώρου από τις δημόσιες υπηρεσίες τότε, απορρέουσες και από τα ισχύοντα νομοθετικά πλαίσια, ήταν διαφορετικές σε σχέση με σήμερα, καθώς δινόταν προτεραιότητα στην αγροτική εκμετάλλευση της γης και την ανάπτυξη της σχετικής οικονομίας, μια αντίληψη που –κατά το μάλλον ή ήττον– εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα, λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός ότι στο μεταπολιτευτικό ελληνικό Σύνταγμα του 1975, στο άρθρο 24, προβλέφτηκε η δυνατότητα της κατ’ εξαίρεση χρήσης της δασικής γης για αγροτική εκμετάλλευση.

Υπεραιωνόβια βελανιδιά, παραμένει ζωντανή μετά τη φωτιά.
Το μεγάλο πρόβλημα του δάσους Ξηρομέρου ήταν, και εξακολουθεί να είναι, η υπερβόσκησή του. Στη διαχειριστική μελέτη του 1964 καταγράφηκε βόσκηση 20.000 αιγοπροβάτων (5.500 αιγών), 2.000 ιπποειδών και 1.350 χοίρων. Τούτο έχει ως συνέπεια το δάσος να μην αναγεννάται, διότι τρώγεται ή καταπατείται η φυσική του αναγέννηση. Έτσι αυτό εμφανίζεται έντονα γηρασμένο, μη δυνάμενο ν’ ανανεωθεί και να συνεχίσει την εις στο μέλλον πορεία του. Φυσικά, οι επιπτώσεις της υπερβόσκησης είναι διάφορες κι έντονες, κι έχουν να κάμουν τόσον με τη βλάστηση, όσον και με το έδαφος. Η υπερβόσκηση μετατρέπει το φυσικό σύστημα σε φθίνον, λόγω της υποβάθμισής του και της απώλειας των λειτουργιών του (υδρονομική, αναψυχική, αποθήκευση άνθρακα κ.ά.), που επιφέρουν περιβαλλοντική και κλιματική αλλαγή, ενώ πιο πέρα αν πάμε, η υποβάθμιση είναι κοινωνική και πολιτιστική, με την απώλεια αξιών, πόρων κι αγαθών. Η μετατροπή του δάσους σε βοσκότοπο, όχι με την έννοια της απώλειας του δάσους και της μετατροπής του σε grassland ή pasture οικοσύστημα (κατά την αγγλοσαξονική ορολογία), αλλά των συνεπειών της έντονης βόσκησης στο φυσικό σύστημα και της υποβάθμισής του από τη δραστηριότητα αυτή, έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται η συγκεκριμένη χρήση κυρίαρχη έναντι κάθε άλλης λόγω της οικονομικής της σημασίας, με αποτέλεσμα το δάσος να φθίνει και να μην αξιολογείται στα πλαίσια των πολλαπλών λειτουργιών του επ’ ωφελεία του κοινωνικού συνόλου.
Οι λαθροϋλοτομίες επίσης, έχουν καταστεί μάστιγα για το οικοσύστημα, αφού, ιδίως στους τελευταίους χρόνους, λόγω της οικονομικής κρίσης στη χώρα, με τον κόσμο να έχει στραφεί στο καυσόξυλο για να θερμανθεί, εγκαταλείποντας τα ορυκτά καύσιμα, αυτές έχουν αυξηθεί κατακόρυφα, οδηγώντας σε σημαντικές απώλειες ανεκτίμητου ξυλώδους κεφαλαίου. Πέραν όμως της ανάγκης απόληψης καυσοξύλων της τοπικής κοινωνίας για τη θέρμανσή της, υπάρχει και η εμπορική διάσταση του ζητήματος, με επιχειρήσεις ξυλείας να δραστηριοποιούνται παράνομα στην περιοχή, για την απόληψη ξύλου για τα τζάκια και τις ξυλόσομπες. Αυτή η δραστηριότητα καθίσταται ιδιαιτέρως καταστροφική για το συγκεκριμένο δασικό οικοσύστημα, όπως και οι πυρκαγιές που, περιορισμένα ευτυχώς, συμβαίνουν, αφού η δρυς (η βελανιδιά κυρίως) αναγεννάται δύσκολα κι αργά, κάτι που σε συνδυασμό με τη βόσκηση του δάσους, το αβαθές και φτωχό έδαφος, και τις δύσκολες ξηροθερμικές συνθήκες της περιοχής, κάμει σχεδόν αδύνατη τη συνέχειά του, ακόμα και τη διατήρησή του. Η απώλεια δε με τον τρόπο αυτό πολύτιμων μνημειακών ατόμων δρυός, καθώς και η απώλεια δρυοδένδρων σε περιοχές οριακές για την αναγέννηση της δρυός, συνιστά, πέραν της περιβαλλοντικής υποβάθμισης του τόπου, και κοινωνική κι αξιακή υποβάθμιση, αφού ο άνθρωπος δε συναισθάνεται πια τον τόπο, δεν τον διαισθάνεται ιστορικά και λειτουργικά, έχοντάς τον αποδώσει ως θυσία στην ανάγκη του ή στον οικονομικό σκοπό· κάτι που ο πρόγονος δεν το έκαμε αφού θεωρούσε «ιερά» τα δένδρα τα παλιά, ως αποτελώντα στοιχεία της ιστορίας του, ως σύμβολα του τόπου και ως συμμετέχοντα στο πράττειν –για το λόγο τούτο εξάλλου, αυτά μας παραδόθηκαν και σήμερα μας αποδίδεται η μέγιστη ευθύνη της προστασίας τους!..

Οι παράνομες υλοτομίες είναι μια μάστιγα για το οικοσύστημα του Ξηρομέρου.
Το βελανιδόδασος Ξηρομέρου έχει όλα τα τυπικά και ουσιαστικά χαρακτηριστικά μιας ειδικής και πληρέστερης προστασίας. Όχι απόλυτης, αλλά αυξημένης. Ο άνθρωπος θα πρέπει να παραμένει εν αυτώ, να μην αποκλειστεί από τη φύση, συμμετέχοντας ως θεωρός και πονητής στο φυσικό γίγνεσθαι, απολαμβάνοντας τις αξίες του δάσους· και νοιώθοντάς το κατά τη λειτουργία του εν αυτώ, να γίνεται προστάτης και φύλακάς του. Όχι ως εκμεταλλευτής του να λειτουργεί, αλλά ως καρπωτής των προσφορών του. Ο τέτοιος άνθρωπος είναι χρειαζούμενος κι απαραίτητος για το δάσος, καθώς συνειδητός είναι του φυσικού προορισμού και διαφυλακτής του. Μια βασική ιδέα είναι η ανακήρυξή του ως «φυσικό πάρκο» (Natural park), κατά την έννοια της παραγράφου 3 του άρθρου 19 του νόμου 1650/1986, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του νόμου 3937/2011. Θα μπορεί ως τέτοιο να γνωρίσει μιαν άλλη προστασία, περισσότερη, όχι όμως απόλυτη, καθώς δε θέλουμε τη φύση αυτή, στην οποία έχει εντρυφήσει και πονηθεί η τοπική κοινωνία, και έχει συμπράξει στην παραγωγή της, νάναι μουσειακή κι απόμακρη. Τη θέλουμε ανθρώπινη, όπως πάντα ήταν…
Γίνεται μετά τούτων φανερό ότι το βελανιδόδασος Ξηρομέρου –δάσος «υψηλόν» για το ιστορικό/κοινωνικό και περιβαλλοντικό του βάρος– δεινά στέκει στο στένεμα των νέων καιρών, οπού ο άνθρωπος γίνεται κυρίαρχος της φύσης κι όχι γονιμοποιός ζωής, και αδιάφορος στέκεται, παρά υπεύθυνος της πράξης του· αμέτοχος είναι, κι όχι συμμέτοχος στο φυσικό γενόμενο. Το δάσος τούτο το υποβάθμισε και το λιγόστεψε ο ανθρώπινος παράγων, και δεν ήταν φυσικός ο λόγος της υποχώρησής του. Τούτο συνιστά ηθικό ζήτημα για τον διαχειριστή άνθρωπο και του αποδίδεται η ευθύνη της φυσικής απώλειας. Ο άνθρωπος, από ένα σημείο της πορείας του και πέρα, όταν η αντίληψή του για τη γη έγινε εμπορευματική, δε σεβάστηκε το φυσικό αγαθό, που έως τότε το λόγιζε ως κοινωνικό, και το μετέτρεψε σε οικονομικό πόρο. Η γη, στη τέτοια της διάσταση, δεν ημπορούσε πλέον να λογίζεται χρηστικά, παρά εκμεταλλευτικά. Το δάσος, υπό αυτή τη θεώρηση, έγινε «βάρος» για τη γη, άχθος! Η φθόρα λιγοσύνη έφτιαξε έτσι τροχιστό πελέκι, που στα χέρια αστόχαστου λοτόμου έγινε εργαλείο φονικό της φύσης του, της ζωής του, του σύμπαντός του. Λιγοστεύοντας όμως φύση όπως αυτή, της δρυός, προσπερνώντας και μην εκτιμώντας τόπους τέτοιους, όπως του Ξηρόμερου, είναι σαν τη ρωμιοσύνη ν’ αποσβήνεις, σαν το ακρόγωνο λιθάρι του βίου να σαρώνεις, σα ν’ αφαιρείς, όντας χωρίς φύση και πνοή, τον μέσα αέρα των πνευμόνων σου. Αρίζωτος έτσι, άπατρις κι άπνευστος, καταγίνεσαι απόξηρος· καθώς, ο με χλωρίδα κόσμος είναι κείνος που πληθύνεται ολόκαρπος, ενώ ο ξερικός άνθρωπος δεν καρπίζεται ολόγιομα.

Χάρτης πρότασης θεσμοθέτησης της περιοχής όπου εκτείνεται το οικοσύστημα του βελανιδόδασους Ξηρομέρου ως προστατευόμενης περιοχής.
Ο καλός μας ποιητής, ο Οδυσσέας Ελύτης, απέδωσε τα παραπάνω λέγοντας: «Η φύση δε βρίσκεται πάντοτε εκεί που τη βλέπουμε. Οικεί μέσα μας» («Εν Λευκώ», σελ. 307). Μην έχοντας όμως τη φύση γύρω μας, με ευθύνη μας, δεν είναι δυνατό να την έχουμε μέσα μας, ακριβώς διότι δεν είμαστε ικανοί στις πράξεις της ψυχής, που κρίνουν το βίο μας. Είναι πολύ και βαθύ να νοείς για τα γύρα –αν και για την πλειονοψηφία των Νεοελλήνων, που λειτουργούν αστόχαστα, φαντάζει τούτο ως πράξη απλοϊκή κι ανώφελη!–, κι αντίστοιχα είναι όμορφα δυνατό να πράττεις όντας έτσι λογισμένος. Η στάση μας σ’ ότι αφορά στη φύση του Ξηρόμερου, σύμφωνα με όλα κείνα που τη συνθέτουν και τη συγκροτούν ως ολότητα φυσική, κοινωνική, ιστορική, πολιτιστική, είναι μια καλή αφορμή κι ένας λόγος αναστοχοσμού κι επαναπροσδιορισμού της πράξης μας στο φυσικό γίγνεσθαι, που τόσο αμελήσαμε ή αποξεχάσαμε στον πυρετό της εξέλιξής μας!..
Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου
← ΒΕΛΑΝΙΔΟΔΑΣΟΣ ΞΗΡΟΜΕΡΟΥ (2ο μέρος)  ΠΗΓΗ  ΔΑΣΑΡΧΕΙΟ  COM.

ΒΕΛΑΝΙΔΟΔΑΣΟΣ ΞΗΡΟΜΕΡΟΥ (2ο μέρος)

Η φύση της δρυός
–η οικολογική αξία του βελανιδοδάσους Ξηρομέρου–
Όμορφη η φύση της δρυός· παραδείσια. Πολύτιμη επίσης, για το πλούσιο και πολυποίκιλο των φυσικών σχέσεων που συνθέτονται στα οικοσυστήματά της, για το υψηλόν της βίωσης στα περιβάλλοντά της, για την ολότητα της έμβιας κι άβιας ζωής που συγκροτείται εκεί. Δεμένη η δρυς με τον ελληνικό τόπο, συνιστάμενη εν δεσμώ με αυτόν, φτιάχνοντας σχέση ιδανική, που στην επιστήμη την ονομάζουμε οικολογική ισορροπία. Μιαν αδιατάρακτη φύση των δρυμών συγκροτήθη στην Ελλάδα, με δένδρο αντιπροσωπευτικό της τη δρυ, από την οποία προήλθε και ο σχετικός όρος. Κι είναι περίεργο αλήθεια, σε μια χώρα ξηροθερμική, σε μια χώρα της Μεσογείου, οπού η φύση «κλίνει» περισσότερο στη νότιά της ερημική, παρά στη βόρεια σύμφυτη, να έχει θεωρηθεί η έννοια του δρυμού ως οικεία της, και τα περιβάλλοντά της να νοούνται ως σύνθετα κι ανθηρά. Εξάλλου, η έννοια της «Αρκαδίας», του γιομάτου φύση τόπου, με τους ευτυχισμένους κατοίκους της, που ζουν στα δάση μιαν απλή βουκολική αλλά περιούσια ζωή, στην Ελλάδα γεννήθηκε, αναφερόμενη ακριβώς στα δρυμώδη περιβάλλοντά της –βέβαια, η «Αρκαδία» είχε παραπέρα εννοιολογική αναφορά, ως τόπος της απελευθέρωσης και συλλοής του ανθρώπου στη φύση, ως σύμβολο της παραδείσιας εντέλειας, ως τον ιδανικό προορισμό του ανθρώπου· όμως, ακόμα κι έτσι να τη θεωρήσουμε, οι ελληνικοί δρυμοί προσφέρονταν γι’ αυτά που αντιπροσώπευε…
Περιούσιος ο τόπος της δρυός λοιπόν, περιούσιος ο δρυμός του Ξηρομέρου (όσος και όπως απέμεινε…), για όλα κείνα που αντιπροσωπεύει ως περιβάλλον της δρυός, και κατά βάσιν της βελανιδιάς. Ας τον δούμε στην περιβαλλοντική του διάσταση, στην οικολογική του αξία, σύμφωνα με τη σημασία του ως φυσικό οικοσύστημα, η πορεία του οποίου άγεται από τα βάθη των αιώνων.

Άποψη του κεντρικού Ξηρομέρου, που δείχνει τη διαμορφωμένη κατάσταση στο φυσικό χώρο. Διακρίνεται το χωριό Παπαδάτου και λίγο οι Φυτείες.
Το δάσος του Ξηρομέρου είναι δημόσιο δάσος δρυός, συνιστάμενο κυρίως από τη βελανιδιά (Quercus ithaburensis Decaisne subsp macrolepis / aegilops), δευτερευόντως δε, και συμπληρωματικώς της βελανιδιάς, από χνοώδη, μακεδονική και ποδισκοφόρο δρυ, μαζί με την παρουσία αειφύλλων πλατύφυλλων. Ο βασικός πυρήνας του δάσους συγκροτείται σε μια γραμμή από λόφους, δυτικά και νότια της λίμνης Οζερού, στους λόφους Λιγοβίτσι-Μάνινα, σε μια έκταση 6.000 εκταρίων. Τα Ακαρνανικά Όρη υπάγονται στο δίκτυο προστατευμένων περιοχών Natura 2000 (GR 2310003), όπως και τα όμορα δασικά και υγροτοπικά συστήματα της περιοχής (Οζερός, Αμβρακία, Λυσιμαχία, Λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου και Δέλτα Αχελώου), που διασυνδέονται συγκροτώντας ένα πολυποίκιλο σύστημα μεγάλης οικολογικής σημασίας φυσικών περιβαλλόντων. Από το δάσος του Ξηρομέρου, μόνο ένα μικρό τμήμα του βρίσκεται σε προστατευόμενη περιοχή, στην περιοχή Natura 2000 της λίμνης Οζερού, η οποία γειτνιάζει με το δάσος. Ενώ, το δάσος αυτό έχει χαρακτηριστεί ως Τοπίο Ιδιαιτέρου Φυσικού Κάλλους στη βάση δεδομένων που τηρεί το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
Ανοικτές ομάδες από δασολίβαδα, από μεμονωμένες ομάδες δρυός, από διάσπαρτους αγρούς, από χορτολίβαδα και φρυγανότοπους, δίνουν μια συνολική παρουσία του δασικού οικοσυστήματος του Ξηρομέρου σ’ έκταση περίπου 14.000 εκταρίων. Τούτο το καθιστά ένα από τα μεγαλύτερα δρυοδάση (και δη βελανιδοδάση) των Βαλκανίων. Ως σύνολο οικοσύστημα συγκροτείται από δασικά (που είναι τα βασικά), λιβαδικά, υγροτοπικά (οι λίμνες του Οζερού και της Αμβρακίας κείνται, ενώ ο Αμβρακικός κόλπος, η Λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου και το Δέλτα του Αχελώου γειτονεύουν) και αγροτικά υποσυστήματα, καθώς και από βραχώδεις μικροπεριοχές, που διαμορφώνουν ποικιλία βιοτόπων, οπού συνθέτεται η πλούσια βιοποικιλότητα της περιοχής. Αυτή δεν θα είχε τον υψηλό βαθμό που παρουσιάζει, χωρίς το συνδυασμό στοιχείων και παραγόντων που προσφέρει η σύνθεση που προαναφέρθηκε.

Το υγρό στοιχείο δε λείπει από το Ξηρόμερο: το ρεματάκι της Νήσσας (α) και η λίμνη Οζερού με κυματισμό (β), αντίστοιχα.
Έχει σημασία να ειπωθεί ότι το συγκεκριμένο οικοσύστημα συγκροτείται σ’ ένα δυσμενές ξηροθερμικό περιβάλλον –εξ ου και η ονομασία «Ξηρόμερο», δηλαδή «ξηρό μέρος»–, που το χαρακτηρίζουν οι ξηροί ασβεστολιθικοί λόφοι, των οποίων η κάλυψη με το δάσος ανάγει το σύστημα και το διατηρεί σε κατάσταση υγιούς, ταυτόχρονα όμως εύθραυστης ισορροπίας. Η δρυς εν προκειμένω (από το περσικό «Daru», που η ινδοευρωπαϊκή γλώσσα το εξέλιξε σε «Dru» και «drew», ενώ οι αρχαίοι Έλληνες σε «δρυ»), με την οικολογία της συμβάλλει καθοριστικά στο να έχουμε ένα ισόρροπο οικοσύστημα, πλήρως εναρμονισμένο με τις επικρατούσες κλιματοεδαφικές συνθήκες του τόπου. Ρίχνοντας αργά και σταδιακά τα φύλλα της (η δρυς), από τον Σεπτέμβριο έως και τις αρχές Φλεβάρη, συντελεί, με την ομαλή αποικοδόμησή τους, στο συνεχή εμπλουτισμό του εδάφους με θρεπτικά στοιχεία, πολύτιμα επίσης γι’ άλλα φυτά κι οργανισμούς του περίγυρού της. Ενώ, το ριζικό της σύστημα εκτείνεται σε μεγάλη ακτίνα και βάθος, συγκρατώντας το έδαφος κι αποτρέποντας τις επιφανειακές διαβρώσεις, ταυτόχρονα δε συμβάλλει στον εμπλουτισμό της υδροφορίας του εδάφους με την αύξηση του πορώδους του. Εάν το δάσος αυτό απολεσθεί βαίνουμε σε συνθήκες ερημοποίησης (οικολογικής και κλιματικής), δεδομένου ότι η σταθερότητα του συγκεκριμένου περιβάλλοντος εξαρτάται από την ύπαρξη αυτού του φυσικού συστήματος, λόγω των ιδιαίτερα δύσκολων ξηροθερμικών συνθηκών της περιοχής. Η προσαρμογή του φυσικού συστήματος που θα επακολουθήσει, κατά τη φυσική οπισθοδρομική διαδοχή που θα συντελεστεί, σημαίνει απομείωση του συστήματος, αφού κάθε οπισθοδρόμηση συνεπάγεται υποβάθμιση –πρωτευόντως περιβαλλοντική και κλιματική, δευτερευόντως κοινωνική και πολιτισμική–, που μοιραίως, αν δεν ανασχεθεί, οδηγεί σε τραγικές απώλειες. Το δάσος είναι ο τροφοδότης και ζωοδότης της περιοχής, ο μεγάλος φυσικός εξισορροπιστής για το περιβάλλον και το κλίμα της, παραπέρα δε, για την κοινωνία και τον πολιτισμό του τόπου (και γενικότερα της χώρας). Έχει μεγίστη σημασία λοιπόν η διατήρησή του…
Στο Ξηρόμερο συναντάς πλούτο χλωρίδας, όχι τόσο στο συνολικό αριθμό των εμφανιζόμενων φυτικών ειδών, αλλά στη μοναδική παρουσία και τη σπανιότητα πολλών εξ αυτών. Μια καταγραφή έδειξε την ύπαρξη 256 γηγενών φυτών, με ιδιαίτερη φυτογεωγραφική παρουσία, σε μικροχώρους και (οριακά κάποιες φορές) μικροπεριβάλλοντα, που συνιστούν καταφύγια, θώκους ή και κατώφλια ζωής, οπού διαμορφώνονται συνθήκες απομονωτισμού και προστασίας τους, στα πλαίσια της φυσικής προσαρμογής τους στις φυσικές ή ανθρωπογενείς συνθήκες του τόπου (ενδιαφέροντα τέτοια είδη είναι τα φυτά των βράχων, των σαρών και των πετρωδών εδαφών). Τ’ αγριολούλουδα στο Ξηρόμερο είναι ονομαστά και διαμορφώνουν ένα μοναδικό παράδεισο με τ’ άνθη και τις μοσκοβολιές τους –ξεχωρίζουν τα Paeonia mascula (πηγουνιά), Αnacamptis pyramidalis (κωνσταντινάτο) κ.ά., ενώ μοναδικό για τη σημασία του είναι ο Dictamus albus (Αϊ Βάρβαρος), χαρακτηριστικό φυτικό είδος της περιοχής. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στην Παιώνια την αρρενωπή, που είναι σπάνιο και μοναδικό είδος στο Ξηρόμερο, συνδεδεμένο με την εξέλιξη της βελανιδιάς.

Η παιώνια η αρρενωπή του Ξηρομέρου, ανθισμένη (α) και μη (β), συνδεδεμένη με την εξέλιξη της βελανιδιάς.
Από τα δενδρώδη είδη της χλωρίδας του Ξηρομέρου μένουμε στο κυρίαρχο κι αντιπροσωπευτικό του οικοσυστήματος, τη Βελανιδιά. Ως ιερό δένδρο του Δία στ’ αρχαία χρόνια προστατεύονταν, και μάλιστα, σύμφωνα με τον ποιητή Οβίδιο στο έργο του «Μεταμορφώσεις», ήταν ύβρις η κοπή της βελανιδιάς για τους αρχαίους Έλληνες, αναφέροντας το γνωστό μύθο του Βασιλιά Ερυσίχθονα της Θεσσαλίας, που έκοψε την ιερή βελανιδιά, την αφιερωμένη στη θεά Δήμητρα, και στη συνέχεια τιμωρήθηκε με αφόρητη πείνα, φτάνοντας στο σημείο να φάει τις σάρκες του για να χορτάσει. Αυτός εξάλλου ήταν κι ένας από τους λόγους που οι δρυμώνες στην αρχαία Ελλάδα ήταν εκτεταμένοι: στο ότι είχαν ιερή προέλευση. Είναι είδος (η βελανιδιά) ενδημικό της Ανατολικής Μεσογείου, της πεδινής και της ημιορεινής θερμομεσογειακής και κυρίως μεσομεσογειακής ζώνης, με πολύ καλή προσαρμογή στις δύσκολες κλιματοεδαφικές συνθήκες αυτών των περιοχών· είναι από τα λίγα φυλλοβόλα πλατύφυλλα που έχουν προσαρμογή στις συνθήκες αυτές. Το εύρος της προσαρμογής της εκτείνεται τόσον σε συνθήκες πολύ μικρών θερμοκρασιών και παγετού, έχοντας διαπιστωθεί ότι αντέχει σε ισχυρό και συνεχή παγετό για μέρες, όσον και σε συνθήκες ξηρασίας, έχοντας τη δυνατότητα ν’ αντεπεξέλθει στο υδατικό stress με ανάλογες προσαρμογές, όπως την επέκταση σε μεγάλο βάθος του ριζικού της συστήματος και την απομάκρυνση από το πεδίο της τής ανταγωνιστικής βλάστησης, ιδίως του υπορόφου, που της αποστερεί το πολύτιμο εδαφικό νερό και θρεπτικά συστατικά. Είναι είδος θερμοξηρόβιο και φωτόφιλο, με προτίμηση στα βαθιά, γόνιμα εδάφη, έχει όμως την ικανότητα προσαρμογής και στ’ αβαθή, φτωχά εδάφη, μην έχοντας ιδιαίτερες απαιτήσεις σε νερό –γενικώς, ανταποκρίνεται στη μεγάλη καταπόνηση της ξηρασίας.
Εμφανίζει τάσεις υβριδισμού με άλλα είδη δρυός. Είναι ημιαειθαλές, και έχει την πολύ σημαντική ιδιότητα να εμφανίζει σταδιακή φυλλοβολία, αρχίζοντας από τον Σεπτέμβριο έως και τις αρχές Φλεβάρη. Η σταδιακή φυλλόπτωσή του προσφέρει το πλεονέκτημα της καλύτερης αφομοίωσης των φύλλων στο έδαφος, σε αντίθεση με τ’ άλλα φυλλοβόλα είδη, που ρίχνουν μεμιάς τα φύλλα τους και δημιουργούν σωρούς, στους οποίους η αφομοίωση είναι δύσκολη. Κάτι σημαντικό επίσης, που δεν παρατηρείται εύκολα σε άλλα φυτικά είδη αυτής της ζώνης, είναι ότι τα υπολείμματα της δρυός δημιουργούν χούμο τύπου mull, χάρη στον οποίο βελτιώνεται η σύσταση του εδάφους, αφού επηρεάζονται θετικά οι φυσικές και οι χημικές του ιδιότητες (με τη φύτευση συνεπώς της δρυός, προάγεται η αναβάθμιση υποβαθμισμένων περιοχών), ενώ ευνοείται και η εγκατάσταση υπόροφης βλάστησης.
Η βελανιδιά σχηματίζει κατά κανόνα ανοικτά δάση. Είναι είδος βραδυφλεγές –σημαντικό τούτο για το ρόλο της στις πυρκαγιές–, ενώ το ξύλο της σαπίζει δύσκολα. Είναι λιγότερο εύφλεκτο είδος σε σχέση με τ’ άλλα της συγκεκριμένης ζώνης, ενώ αναγεννάται σχετικά εύκολα μετά τη φωτιά, με τα πρεμνοβλαστήματα που δημιουργεί. Τα φύλλα της εμφανίζουν πλήρη ανάπτυξη σε μόλις 60 ημέρες από την έκπτυξή τους, και τούτο αποτελεί μεγάλο πλεονέκτημα σε ότι αφορά στην άμεση ανταπόκρισή της στις συνθήκες του περιβάλλοντος. Εμφανίζει μια σπάνια προσαρμογή στις συνθήκες ξηρασίας, αφού είναι το μόνο είδος δρυός εξοπλισμένο με έναν ειδικό μηχανισμό προσαρμογής σε ελλειμματικές συνθήκες νερού στο έδαφος, παρόμοιο με αυτό των φρυγάνων. Μπορεί, σε συνθήκες ανεπάρκειας εδαφικού νερού, ν’ αποβάλλει το πλούσιο φύλλωμά του και από το δεύτερο βλαστό του Μαΐου να βγάλει ένα νέο καλοκαιρινό φύλλο μικρότερο, γλαυκό, χνουδωτό, αποκαθιστώντας έτσι το υδατικό ισοζύγιο. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται συχνά στις αναδασώσεις βελανιδιάς ή σε άτομα που αναπτύσσονται σε γλάστρες. Επιπλέον, το οικοσύστημα της βελανιδιάς λειτουργεί και ως μεγάλη δεξαμενή ύδατος, πράμα σημαντικό στις σημερινές συνθήκες ξηρασίας που υπάρχουν. Αυτό το επιτυγχάνει με ιδιαίτερο τρόπο: Ο ανεμοφράκτης της κόμης της, σε συνδυασμό με τον πλούσιο υπόροφό της, βοηθά το έδαφος να μη στεγνώνει και να διατηρείται έτσι μια ικανοποιητική σχετική υγρασία στο μικροπεριβάλλον· ακόμα κι όταν υπάρχουν συνθήκες καύσωνα. Η εξοικονόμηση νερού επιτυγχάνεται με τον τρόπο αυτό, αποθηκεύοντάς το στο έδαφος. Τέλος, ονομαστά είναι τα δασολίβαδα της βελανιδιάς –στις αιθρίες, οι οποίες συνιστούν αραιώσεις των συστάδων, λόγω της βόσκησης–, που αποτελούν οικοτόπους σημαντικής βιοποικιλότητας.

Η βελανιδιά στο Ξηρόμερο είναι το δένδρο-σύμβολο του τόπου.
Η εξάπλωση της βελανιδιάς στα φτωχά ασβεστολιθικά εδάφη του Ξηρόμερου οφείλεται στη δυνατότητά της να ευδοκιμεί επί αβαθών, ξηρών, ασβεστολιθικών εδαφών και να εκμεταλλεύεται το έδαφος με κατάλληλη προσαρμογή στις ακραίες κλιματοεδαφικές συνθήκες του τόπου. Βέβαια, επί των βαθέων εδαφών έχει αρίστη ανάπτυξη, και μάλιστα, όπως έχει διαπιστωθεί, σε ώριμα δένδρα τέτοια στο Ξηρόμερο, ηλικίας άνω των 100 ετών, αναπτυχθέντα σε πλήρες φως, παρατηρείται μια εξαιρετική σπερμοφορία που φθάνει τα 260-380 κιλά βαλανίδια έκαστο. Η βελανιδιά χρειάζεται 60 – 70 χρόνια για ν’ αρχίσει να παράγει καρπούς. Μέχρι τότε, το δέντρο θα έχει φτιάξει κορμό με 50 εκατοστά διάμετρο, αλλά ακόμα θα είναι αρκετά νεαρό. Αφού φτάσει στην ηλικία των εκατό χρόνων, θ’ αυξάνει μόνο την περίμετρό του κατά 2,5 εκατοστά το χρόνο. Σχηματίζει αμιγείς συστάδες, τη βρίσκουμε όμως και σε μικτές με άλλες δρύες, κυρίως τη χνοώδη. Το ξύλο της είναι πυκνό και σκληρό, κατάλληλο για την παρκετοποιΐα και την επιπλοποιΐα, που είναι περιζήτητο, όπως και για στρωτήρες σιδηροδρόμων. Δι’ απανθρακώσεως δίνει εξαιρετικής ποιότητας ξυλάνθρακες. Τα κύπελλά της κάποτε, που χρησιμοποιούνταν η φυσική τανίνη, ήταν περιζήτητα λόγω της ποσότητάς τους σε δεψικές ουσίες και της μεγάλης σποροφορίας των βελανιδοδένδρων. Η τανίνη που περιέχει ενισχύει την άμυνά της, αφού αποτρέπει τα περισσότερα έντομα και τους μύκητες να την επισκεφτούν.
Το δάσος του Ξηρομέρου είναι ένα αρχαίο δάσος, με πολλά μνημειακά δένδρα. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η ηλικία πολλών βελανιδοδένδρων του Ξηρομέρου βρίσκεται μεταξύ των 300 και 800 ετών! Τούτη η παρουσία του, πέραν φυσικά της πολιτιστικής αξίας του, που το καθιστά πολύτιμο ιστορικό μνημείο για την περιοχή και για τη χώρα, του προσδίδει και μεγίστη οικολογική αξία, καθότι τα δένδρα αυτά συνεισφέρουν στη βιοποικιλότητα και προσδίδουν σημαντική οικολογική αξία στο φυσικό σύστημα. Τα μεγάλης ηλικίας αυτά δένδρα αποτελούν τους πυρήνες συγκέντρωσης μιας ανείδωτης ή «προσπεράσιμης» ζωής, η οποία όμως είναι σημαντική για τον οικολογικό της ρόλο και για την προσφορά της στη βιοποικιλότητα. Τα γηραιά πολύκλαδα δένδρα, με το πλούσιο σάπιο ξυλώδες υλικό, συγκροτούν τον ιδεώδη βιότοπο για είδη «αφανή» της ζωής του δάσους, που συμβάλλουν στη λειτουργία του. Εκεί διαβιούν ασπόνδυλα είδη, κυρίως σε κλειστές ομάδες ώριμων δένδρων, εκεί βρίσκεις τους «γνωστούς» δρυοκολάπτες του Ξηρομέρου (τέσσερα είδη δρυοκολαπτών υπάρχουν), οι οποίοι κυνηγούν τα μυρμήγκια (τα «λιγκόνια»), που βρίσκονται στις κουφάλες των γέρικων δρυών, τους κανθάρους του δάσους, ενώ ο πλούτος των λειχηνών και των μυκήτων είναι αξιοσημείωτος.

Μνημειακά δένδρα βελανιδιάς στο Ξηρόμερο.
Το Ξηρόμερο και γενικότερα τα Ακαρνανικά Όρη είναι οικοσύστημα με ορνιθολογικό ενδιαφέρον, καθώς εκεί συναντάς 127 είδη πουλιών, 26 από τα οποία τελούν υπό προστασία, γραμμένα στον κατάλογο 1 της οδηγίας για τα πουλιά 79/409/ΕC. Ο Φιδαετός (Circaetus galilicus), ο αετός (Pernis apivorus), το γεράκι (Falco naumanni), είναι κάποια από τα ορνιθόμορφα αρπακτικά του Ξηρομέρου. Ο δε δρυοκολάπτης του Ξηρομέρου είναι κοινός στο δάσος και γνωστός ως «γαρούλος ο βαλανοφάγος». Ενώ, η ορνιθολογική σημασία του οικοσυστήματος προσαυξάνεται λόγω της γειτνίασής του με τα υγροτοπικά συστήματα της περιοχής (τις λίμνες του Οζερού και της Αμβρακίας, τον Αμβρακικό κόλπο, τη Λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου και το Δέλτα του Αχελώου), όπου εκεί απαντάται πλούσια ορνιθολογική πανίδα αποδημητικών (που κάποια σταματούν στο δάσος για ξεκούραση κι εξεύρεση τροφής) και μη πτηνών. Τα πουλιά που ζουν στην περιοχή είναι ο Μικροτσικνιάς (5+ ζεύγη), το Όρνιο, ο Χρυσαετός (1-2 ζεύγη), ο Πετρίτης (2-4 ζεύγη), το Γελογλάρονο, ο Μπούφος (Bubo bubo), η Λιοστριτσίδα και ο Γαϊδουροκεφάλας.
Η εντομοπανίδα του Ξηρομέρου είναι επίσης αξιόλογη (ορθόπτερα και κυρίως οι νυχτερινές πεταλούδες), όπως και η ερπετοπανίδα (υπάρχει μεγάλη ποικιλία ερπετών, δύο είδη χερσαίας χελώνας, φίδια και σαύρες σ’ ενδιαφέροντες πληθυσμούς). Από τα θηλαστικά συναντούμε τα κοινά της Ελλάδας, στις περιοχές της με ανθρώπινη ή και ανθρωπογενή δραστηριότητα (αλεπού, λαγός, ασβός, κουνάβι, νυφίτσα κ.ά.), ενώ είναι διαπιστωμένη από ιστορικές κι επιστημονικές πηγές η προΰπαρξη ελαφιού, που πρέπει να εξαφανίστηκε από το Ξηρόμερο στα τέλη του 19ου αιώνα.Επίσης, διαπιστωμένη ήταν η ύπαρξη του τσακαλιού, που μέχρι πριν κάποια χρόνια είχαμε ίχνη του και τώρα δεν το βρίσκουμε πια, ακόμα δε και του αγριογούρουνου, που σπανίζει η παρουσία του. Σημείωνε ο Άγγλος αξιωματικός W. M. Leake το 1805, που διήλθε την περιοχή, για την αλλοτινή πανίδα του δάσους της Παλαιομάνινας, που αποτελεί μέρος του δάσους του Ξηρομέρου: «Οι γύρω λόφοι βρίθουν πλατονιών, ελαφιών και αγριογούρουνων, καθώς και τσακαλιών, που ουρλιάζουν ανατριχιαστικά τη νύχτα».
Ας δούμε πώς, περαιτέρω, περιγράφει ο Leake και πάλι το βελανιδόδασος Ξηρομέρου –είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η περιγραφή του στις αρχές του 19ου αιώνα διότι ο Leake χαρακτηρίζεται από την ακρίβεια των στοιχείων του και συνεπώς έχουμε μια σωστή εικόνα της κατάστασης στην περιοχή: «..20 Μαρτίου – Από τον Πρόδρομο στην Ποδολοβίτζα, απόσταση 4 ώρες και 7 λεπτά με τους Αλβανούς πεζούς. Ξεκινούμε στις 09:25, περνούμε τη διάβαση που βρίσκεται ακριβώς στη ράχη του Προδρόμου και σε λιγότερο από μισή ώρα βρισκόμαστε στην κορυφή του αυχένα απ’ όπου φαίνεται μπροστά μας μια πελώρια έκταση καλυμμένη από δάση βελανιδιάς στα οποία κυκλοφορούν μόνο ληστές ή Καραγκούνηδες με τα κοπάδια τους και τα οποία διασχίζουν στριφογυριστά μονοπάτια δύσβατα για τα άλογα, πολύ δε περισσότερο για τα υποζύγια. Αυτό ονομάζεται δάσος της Μανίνας. (…) Το δάσος αποτελείται εξ’ ολοκλήρου από βελανιδιές που δεν φτάνουν ούτε μεγάλα ύψη αλλά μερικές φορές είναι πλατιές και με πολλά κλαδιά. Η ελάχιστη χαμηλή βλάστηση αποτελείται κυρίως από παλιούρι και αγριοχαρουπιές. Υπάρχει επίσης χρυσόξυλο που χρησιμοποιείται ως κίτρινη βαφή».

Δρύες στον Αστακό.
.
Οι «αποδεκτές» εκχερσώσεις!
–οι εκχερσώσεις στο Ξηρόμερο στα πλαίσια των εθιμικών κανόνων–
Στο δάσος του Ξηρομέρου υπήρχαν κατά το παρελθόν εκχερσώσεις και μάλιστα αρκετές (κάποιες καταγράφονται στη δασοπονική μελέτη διαχείρισης του δάσους, του δασολόγου Δημητρίου Καρπούζα, η οποία εμφανίζεται στη βιβλιογραφία που ακολουθεί το παρόν κείμενο). Δε θα ήταν εξάλλου δυνατό να μην υπάρχουν εκχερσώσεις –ήταν ανεκτές όσο τις «ανέχονταν» το φυσικό σύστημα–, αφού αυτές συντελούντο στα πλαίσια της χρήσης των φυσικών πόρων από την τοπική κοινωνία για την επιβίωση και τη συνέχειά της, αποτελώντας μιαν «αυτονόητη» δραστηριότητα στο χώρο, ικανοποιώντας μιαν αδήριτη ανάγκη σε αυτόν. Η γη τότε λογίζονταν ως φυσικός και κοινωνικός πόρος, κι όχι ως οικονομικός, όπως συμβαίνει σήμερα· και ανάλογη ήταν η χρήση της. Τη δραστηριότητα στο φυσικό χώρο, στις τοτινές εποχές, την παρακολουθούσε η δασική υπηρεσία χωρίς να παρεμβαίνει κατασταλτικά, όσο ασκείτο σ’ ένα ορθολογικό πλαίσιο, χωρίς να υπάρχει γενικότερη διατάραξη του φυσικού συστήματος και επώδυνες ανατροπές –ασκείτο θα λέγαμε ένα ελαστικό σύστημα διαχείρισης των φυσικών πόρων. Θα λέγαμε επίσης ότι, στα πλαίσια της εμπιστοσύνης που υπήρχε ανάμεσα στη δημόσια Αρχή, που επόπτευε το φυσικό χώρο, και την τοπική κοινωνία, αναπτύσσονταν η ανοχή της πρώτης στις ενέργειες της δεύτερης, κι αφήνονταν πρωτοβουλίες διαχείρισης του χώρου αυτού στην τοπική κοινωνία, που αναλόγως τον διαρρύθμιζε και με τεχνικές και πρακτικές τον δούλευε. Έτσι προέκυπτε ο τόπος κατά το φυσικό γίγνεσθαι, με τον άνθρωπο να λειτουργεί εν τη φύσει –τη διαμορφωμένη και την αδιαμόρφωτη–, λειτουργώντας βάσει εθιμικών κανόνων.

Αγροί στο δάσος Ξηρομέρου.
Ο χώρος ήτο πρακτικός και διαμορφωνόταν με βάση το εθιμικό δίκαιο. Ο άνθρωπος της υπαίθρου δεν είχε εμπορευματική σχέση με τη γη, παρά βιωματική, γι’ αυτό και η έννοια της ιδιοκτησίας ήταν μη αντιληπτή. Αντίθετα, έννοιες όπως «μάνα γη», «φύση αγία» κ.ά., που σήμερα έχουν ιδεατό περιεχόμενο, τότε είχαν νόημα κι αρχετυπικό περιεχόμενο, και προέκυπταν από την οικειοποίηση της φύσης, σύμφωνα με τη βίωση στον τόπο. Ο υπαίθριος άνθρωπος διατηρούσε ως ένα χρονικό σημείο της ιστορίας του το φυσικό περιβάλλον όπου δραστηριοποιούνταν εν ισορροπία, ακολουθώντας τους κανόνες μιας άτυπης αειφορίας, βάσει μιας κληρονομούμενης φυσιοκεντρικής αντίληψης για το γίγνεσθαι, εκκινούμενος όχι από οικολογική σκέψη, αλλά από κοινωνική συνείδηση, που συναρτάται με την ισόρροπη βίωση στο χώρο, σύμφωνα με τις αρχές, τους κανόνες και τις συνθήκες του οικείου φυσικού περιβάλλοντος. Υπήρχε οικολογική προσαρμογή κατά τη βίωση στον τόπο, μια προσαρμογή που διατηρούσε το φυσικό περιβάλλον και το αποκαθιστούσε όταν θιγόταν.
Όσο το σύστημα είχε φυσικό προσανατολισμό, έστω και με την εν μέρει μετατροπή του σε αγροτοδασικό, ικανοποιώντας πρωτίστως κοινωνικές ανάγκες, χωρίς να υπάρχει περιβαλλοντικό έλλειμμα, ήταν αποδεκτή η διαρρύθμισή του. Ο άνθρωπος λειτουργούσε ως πονητής και πρωτουργός στη διαχείριση του φυσικού χώρου, γι’ αυτό και η δασική υπηρεσία τον άφηνε να πράττει, εμπιστευόμενη τη «σοφία του», πάντα όμως σύμφωνα με τους κανόνες που έθετε –για το λόγο τούτο εξάλλου, οι μηνύσεις που συντάσσονταν τότε από τη δασική υπηρεσία ήταν ελάχιστες, παρά τις επεμβάσεις που πραγματοποιούντο, ακριβώς διότι η αντίληψη για το ενεργείν ακολουθούσε τη λογική του πράττειν, με την έννοια που παραπάνω αναλύσαμε. Βέβαια, η κατάσταση τούτη κατέληξε εκ των υστέρων ν’ αποτελεί πρόβλημα για την ίδια τη δασική υπηρεσία στη διοικητική της λειτουργία, αφού καλείτο, εφαρμόζοντας τη νεώτερη νομοθεσία, την προκύπτουσα κατά τις επιταγές του ελληνικού συντάγματος, να ελέγξει τις περιπτώσεις αυτές μετά το 1945, που έχουμε εικόνα αεροφωτογραφιών της περιοχής, και να λάβει μέτρα προστασίας των εκτάσεων που απώλεσαν τη δασική μορφή τους, παρά το γεγονός ότι η ίδια υπηρεσία λειτουργούσε κατά το πνεύμα ανοχής που προαναφέραμε!
Η πρακτική των ανθρώπων τούς ωθούσε στη διατήρηση αρχών και κανόνων αρχετυπικής συγκρότησης της κοινωνίας, με τη χρήση των φυσικών πόρων και την ταυτόχρονη διατήρησή τους. Ο υπαίθριος Έλλην λειτουργούσε θα λέγαμε σε καθεστώς «νόμιμης παρανομίας», αφού οι ενέργειές του ήταν συμβατές με το εθιμικό δίκαιο και ασύμβατες (=παράνομες) κατά το δασικό! Η «ανοχή» της δασικής υπηρεσίας στην πρακτική του ανθρώπου στο φυσικό χώρο παρατηρείται προπολεμικά, αλλά και μετά τον πόλεμο, για όσο χρόνο οι (ορεινές) τοπικές κοινωνίες λειτουργούσαν στα πλαίσια του κοινοτισμού. Και τούτο υφίστατο παρά το μερικό εκχρηματισμό των ορεινών κοινοτήτων, που όμως δεν ήταν αρκετός για ν’ αλλάξει τον τρόπο του σκέπτεσθαι και του πράττειν των ανθρώπων στον τόπο. Κάτι ανάλογο εξάλλου ίσχυε και με τη χρησιμοποίηση από τη δασική υπηρεσία του τεχνίτη του τόπου στα έργα της, δίνοντάς του πρωτοβουλίες κι αφήνοντάς τον ν’ ασκεί τη μαστορική του ή να κατευθύνει κάποια από αυτά, σύμφωνα με τη σοφισμένη πρακτική του –δέστε, για παράδειγμα, την τέχνη του ντόπιου μαστόρου στη δασική φραγματική (σημειώνουμε ότι ο μάστορας στην τοπική κοινωνία προέκυψε από την ανάγκη διεξόδου αυτής από το μονοδιάστατο προσανατολισμό της στην αγροτική οικονομία).
Ο τρόπος αντιμετώπισης του αγρότη των βουνών από τη δασική υπηρεσία τότε, αποτυπώνεται ολοκάθαρα σε κείμενο του δασολόγου Δημητρίου (Τάκη) Καρρά –ενός ποιητή δασολόγου!– το έτος 1947, όπου φαίνεται σε αυτό η αποδοχή από τον επιστήμονα μιας αδιαμφισβήτητης κατάστασης, της κατά συνείδηση ενέργειας στο φυσικό χώρο του Έλληνα της υπαίθρου. Λέγει: «Πολλοί από τους ανθρώπους του χωραφιού και του δάσους ξέρουν και τόνα και τ’ άλλο και τη σημασία και τις σχέσεις, που τα συνδέουν, όπως ξέρουν και ποια είναι απέναντί τους η θέση του ανθρώπου, που θέλει να ζήσει απ’ αυτά καλλίτερα και ακοπώτερα». Μολοντούτο καταλήγει, φοβούμενος την υπερβολή και κατάχρηση στο πράττειν του Έλληνα· καθότι το φαινόμενο τούτο δεν έλειψε από την ελληνική πρακτική, με τραγικές συνέπειες στο φυσικό χώρο: «Τώρα θέλω να σας φωνάξω μ’ όλη μου την ψυχή: “Αγρότες! Προσέξτε στο άνοιγμα των χωραφιών! Πριν αποφασίσετε να ξεχερσώσετε δασική έκταση, ρωτάτε τους γεωπόνους και το Δασαρχείο. Η Υπηρεσία ξέρει σε κάθε περίπτωση ποιο είναι το καλό σας και μόνο γι’ αυτό υπάρχουν και εργάζονται…”» (Καρράς Δ., «Ο αγρότης και το δάσος. Εκχέρσωσις», περιοδικό «Το δάσος», έτος Α΄, αριθ. τευχ. 2 & 3, έτος 1947). Είναι δε εκ τούτων φανερό ότι η εκχέρσωση (το «άνοιγμα των χωραφιών», όπως αναφέρεται), αποτελούσε πράξη κοινή, «αποδεκτή» και μη επιλήψημη από τη δασική υπηρεσία σε κείνους τους καιρούς, αρκεί να ήταν εις γνώσιν της και να πραγματοποιείτο ορθά. Μάλιστα, δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που η ίδια η δασική υπηρεσία εξυπηρετούσε το σκοπό της μετάβασης της χρήσης της γης από τη δασική σε αγροτική, με την προσφορά εξειδικευμένης γνώσης ως προς αυτό, όπως σχετικά μας πληροφορεί ο δασονόμος Κωνσταντίνος Πασιαλής στο σύγγραμμά του «Το μέλλον της Ανασελίτσης. Μελέτη περί δενδροκομίας», το έτος 1930, με την οποία υποδείκνυε τους τρόπους εμβολιασμών άγριων (δασικών) δένδρων στην επαρχία του Τσοτυλίου, για να μετατραπούν σε καρποφόρα.

Καλλιέργεια κτηνοτροφικού λόλιου στη Μάνινα.
Σήμερα όμως, δεν ισχύουν οι ίδιες λογικές και δεν επικρατούν οι ίδιες συνθήκες του παρελθόντος στη λειτουργία και διαχείριση του φυσικού χώρου. Η μετατροπή της κλειστής αγροτικής οικονομίας με τον μικρό κλήρο γης, που βάσιζε την επιβίωσή της στους φυσικούς πόρους και λειτουργούσε σύμφωνα με την αυτάρκειά της, υποκαταστάθηκε από την κοινωνία της αγοράς, την εκχρηματισμένη κοινωνία, που λειτουργεί με τους κανόνες της εμπορίας και της επιχειρηματικότητας, και βασίζεται σε μεγάλους κλήρους γης –σήμερα, λιγότεροι άνθρωποι, αυτοί που απέμειναν στην ύπαιθρο, κατέχουν πολύ περισσότερη γη σε σχέση με το παρελθόν, ακολουθώντας τον ποσοτικό κανόνα οικονομικής επιβίωσης της αγροτικής τους επιχείρησης, τόσον εκτατικά όσον και παραγωγικά, που επιβάλλεται από την αγορά. Η προσαρμογή της κλειστής, μικρής κοινωνίας του παρελθόντος στην ανοικτή, μεγάλη σημερινή, κρίθηκε ως επιβεβλημένη για την επιβίωσή της, καθότι η μη συμμετοχή της στο όλον σύστημα και τους κανόνες του, σήμαινε απομόνωση της επαρχίας και της υπαίθρου, και μη ανάπτυξή της. Έτσι, η κοινωνία της πρακτικής του παρελθόντος μετατράπηκε σε κοινωνία της πράξης, η κοινωνία του παράγω σε κοινωνία του εμπορίου, ενώ η οικονομία της κοινωνίας μετατράπηκε σε οικονομία της αγοράς. Τούτο προέκυψε από τη νέα αντίληψη θεώρησης της γης, που πλέον αντιμετωπίζεται κατά πρώτον ως οικονομικός πόρος και δευτερευόντως ως φυσικός και κοινωνικός.
Η μετατροπή της γης από κοινωνικό και φυσικό πόρο σε οικονομικό, οδήγησε σε ευρύτερες κοινωνικές και περιβαλλοντικές αλλαγές, σε γενικότερο επίπεδο (πέραν του τοπικού). Ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ απέδωσε στο έργο του «Για την καταγωγή και τα θεμέλια της ανισότητας μεταξύ των ανθρώπων», το 1754, την απόκτηση ιδιοκτησίας, ως έναν από τους λόγους της κατάπτωσης του ανθρώπου, που «έγινε κακός». Η δημιουργία της ιδιοκτησίας, είπε, οδήγησε τους ανθρώπους αρχικά στην κυριαρχία πάνω στη φύση, και στη συνέχεια πάνω στους ανθρώπους –τούτο σήμαινε την απόδοση οικονομικής αξίας στη γη και την απόκτηση δύναμης δι’ αυτής, κάτι που οδήγησε στη δημιουργία των γαιοκτημόνων στη Δύση. Έτσι δημιουργήθηκε το κράτος και βρέθηκε ο άνθρωπος βυθισμένος στην κοινωνική ανισότητητα και τη διαφθορά, που οδήγησε στον απολυταρχισμό. οπότε η ανισότητα πέρασε συγκεκαλυμμένη στη νομιμότητα του πολιτικού συστήματος, που εδραίωσε και ισχυροποίησε το διαμορφωθέν κοινωνικό σύστημα. Έφθασε έτσι στο «Κοινωνικό Συμβόλαιο», το 1762, όπου μίλησε για κοινωνική ισότητα που επέρχεται με την ηθική ελευθερία, στηριζόμενη στα επιτεύγματα του πολιτισμού. Με αυτό επιχειρείται η υπέρβαση της απολυταρχίας και διατυπώνεται το ιδανικό της ελεύθερης κοινωνικής ένωσης, όπου κάθε πολίτης έχει την προστασία της πολιτείας και απολαμβάνει το ιδανικό της δίκαιης και ισόρροπης (κοινωνικά και περιβαλλοντικά) ιδιοκτησίας.
Ο υπαίθριος Έλλην θεωρούσε παλιά τη γη για τη χρήση της εν τω όλω κι όχι ως ιδιοκτησία. Τούτο γινόταν φανερό από το γεγονός ότι εγκατέλειπε το χωράφι που δεν απέδιδε κι αυτό δάσωνε, χωρίς να το διεκδικήσει μετέπειτα ως ιδιοκτησία του, αναζητώντας άλλη γη, για νέα καλλιέργεια –τούτη την αντίληψη την πρόλαβα, βλέποντας τους γονείς μου να εγκαταλείπουν τα ορεινά χωράφια τους διότι απέκτησαν άλλα στον κάμπο, και πλέον κείνα, που «ρουμάνιασαν» (όπως χαρακτηριστικά έλεγαν), να μην τα διεκδικούν (όταν το Εθνικό Κτηματολόγιο τα κατέγραψε ως δημόσια δασικά, αυτοί δεν προσέφυγαν, θεωρώντας, κατά την αντίληψή τους, σωστή μια τέτοια απόφαση, αφού, όπως ο πατέρας μου μού είπε, «δεν πειράζει, ας τα χάσουμε, εξάλλου από τη φύση τα πήραμε…»!)
Λέγει πάνου σε τούτα ο καθηγητής της Κοινωνικής Λαογραφίας Βασίλης Νιτσιάκος αναφερόμενος στο ζήτημα της ιδιοκτησίας σε μια ορεινή κοινότητα της Κόνιτσας, το Πεκλάρι: «Είναι χαρακτηριστική η έλλειψη ενδιαφέροντος εκ μέρους των χωριανών για τις ιδιοκτησίες τους, εκτός από εκείνες που βρίσκονται εντός ή πέριξ του οικισμού, δηλαδή τα σπίτια και τα κηπάρια. (…) Φαίνεται εκ πρώτης όψεως παράδοξο σε έναν εξωτερικό παρατηρητή το πράγματι μικρό ή μηδαμινό ενδιαφέρον των χωριανών για τα κτήματά τους, ακόμα και όσων συνεχίζουν να διαμένουν στο χωριό, σε μια εποχή άκρατης εμπορευματοποίησης όλων των παραγόντων παραγωγής και βεβαίως της γης. Η διαδικασία της μετάβασης από την ατομική στη δημόσια “ιδιοκτησία” μέσω της επέκτασης του δάσους και της ανακήρυξης διά νόμου των πρώην “ιδιοκτησιών” σε δημόσιες δασικές εκτάσεις, φαίνεται να μην απασχολεί ιδιαίτερα τους “ιδιοκτήτες” χωριανούς, γι’ αυτό και δεν προβαίνουν σε καμία σχετική ενέργεια (π.χ. περίφραξη εκτάσεων, ένδικη διεκδίκηση, νομική κατοχύρωση κ.λπ.) Αυτό ισχύει και για τις ελάχιστες περιπτώσεις των ανθρώπων που φέρονται να διαθέτουν τίτλους ιδιοκτησίας (η συντριπτική πλειονότητα δε διαθέτει)» (Νιτσιάκος Β., «Πεκλάρι. Κοινωνική οικονομία μικρής κλίμακας», εκδόσεις Ισνάφι, Ιωάννινα 2015, σελ. 73).

Εναπομείνασες βελανιδιές σε αγρούς.
Το γιατί συμβαίνει αυτό, το εξηγεί ο καθηγητής ως εξής: «…αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι να κατανοήσουμε το γεγονός ότι η τοπική κοινωνία και οικονομία σε μια μακρά διάρκεια λειτουργεί σε ένα σύστημα αυτοκατανάλωσης. Ακόμα και την περίοδο που παρατηρείται διείσδυση της αγοράς και κάποιες μορφές εκχρηματισμού της οικονομίας, το τοπικό σύστημα παραγωγικών σχέσεων δεν αλλάζει προσανατολισμό, συνεχίζει να στηρίζεται στην παραγωγή αξιών χρήσης και η παρουσία του χρήματος δεν οδηγεί στην εμπορευματοποίηση των μέσων και των σχέσεων παραγωγής. (…) Η οποιαδήποτε συμμετοχή, λοιπόν, στην αγορά και η κυκλοφορία του χρήματος δεν σημαίνουν αυτομάτως την εμπορευματοποίηση των μέσων και των σχέσεων παραγωγής. Όταν αυτή η διεργασία παραμένει στη σφαίρα της κυκλοφορίας και δεν επηρεάζει ουσιαστικά τη σφαίρα της παραγωγής, δεν προκύπτουν αλλαγές και μετασχηματισμοί ως προς τον θεμελιώδη προσανατολισμό της τοπικής κοινωνίας και οικονομίας. Οι έξω-οικονομικοί καταναγκασμοί, όπως η φορολογία, δεν επαρκούν για να μετατρέψουν τον προσανατολισμό της παραγωγικής διαδικασίας σε μια εμπορευματική κατεύθυνση και έτσι να εμπορευματοποιηθούν τα μέσα και οι δυνάμεις παραγωγής, δηλαδή να αλλάξει ο τρόπος παραγωγής. Μια τέτοια αλλαγή θα σήμαινε και την εμπορευματοποίηση της γης, δηλαδή τη μετάβαση σε καθαρές μορφές έγγειας ιδιοκτησίας νεωτερικού τύπου, δηλαδή καπιταλιστικές. (…) Έτσι, τόσο το ευρύτερο πλαίσιο και οι τοπικές νοοτροπίες συντηρούν ένα θολό τοπίο σε ότι αφορά τις σχέσεις έγγειας ιδιοκτησίας, ένα τοπίο που χαρακτηρίζεται από την προφορική-εθιμική λειτουργία, τη ρευστότητα ως προς τους όρους και τα όρια, και τη μη ολοκλήρωση του εμπορευματικού χαρακτήρα της παραγωγής, που σημαίνει και των μέσων παραγωγής, μεταξύ αυτών και της γης. (…) Εφόσον κατά κανόνα τίτλοι κυριότητας δεν υφίστανται και το σύστημα λειτουργεί με εθιμικούς κώδικες, είναι φυσικό η ρευστότητα για την οποία μιλάμε να συνίσταται στην ίδια την επέκταση των συνόρων ενός κτήματος ή στη δημιουργία νέων χωραφιών, όταν αυξάνονται οι ανάγκες της εστιακής ομάδας με αυθαίρετο τρόπο, αλλά που δεν οδηγεί σε σύγκρουση με άλλους χωριανούς (π.χ. ξερόγγιασμα δασικών τεμαχίων) ή ακόμα και σε εγκατάλειψη “κτημάτων”, όταν δεν είναι αναγκαία για την επιβίωση της ομάδας. Σε περίπτωση που κάποιο “κτήμα” εγκαταλείπεται για πάρα πολλά χρόνια, με βάση το εθιμικό δίκαιο, μπορεί να το χρησιμοποιήσει οποιοσδήποτε το έχει ανάγκη» (ο.π., σελ. 77- 81).
Σήμερα η σχέση του ανθρώπου με τη γη μεταβλήθηκε από κοινωνική σε εμπορευματική και πλέον η γη λογίζεται ως ιδιοκτησία. Αυτή η αλλαγή επέβαλλε την ιδιοποίηση της γης που χρησιμοποιήθηκε από τον πρόγονο για την επιβίωσή του –που λήφθηκε ως «δάνεια» τρόπον τινά από τη φύση, στα πλαίσια μιας άτυπης «σύμβασης» μαζί της–, καθώς η νέα συνθήκη ιδιοκτησίας θέλει κυριότητα στη γη που επιτρεπτά χρησιμοποιείτο παλιά, σύμφωνα με τον εθιμικό κανόνα. Και τούτο διότι το νέο status λειτουργεί με όρους οικονομικούς κι όχι κοινωνικούς –η κοινωνία είναι εξαρτημένη από την οικονομία, ενώ η πολιτική, που αποτελεί τον ρυθμιστικό παράγοντα στη σχέση αυτή, έχει κυριαρχηθεί από την οικονομία, η οποία ελέγχει το παραγωγικό σύστημα! Η γη και η φύση γίνηκαν μακρινές, σκηνικό κι όχι πεδίο, για το νέο άνθρωπο· ενώ για τον παλιό ήταν οικείες, μέρος του «είναι του». Νοώνοντας τη φύση περισσότερο σαν ιδέα, παρά σα βίωση, φοβούμαστε για το μέλλον της, το οποίο, μ’ ευθύνη του ίδιου του ανθρώπου, φαντάζει άδηλο. Η συνειδητοποίηση της απώλειας της φύσης τρομάζει, χωρίς μολοντούτο να εγείρει! Σημειώνει στοχαστικά ο φιλόσοφος Χανς Γιόνας στο έργο του «Φιλοσοφικές έρευνες και μεταφυσικές εικασίες» (εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα 2001):«Δεν είναι η φύση, όπως άλλοτε, αλλά ακριβώς η εξουσία μας πάνω της αυτή που τώρα μας προκαλεί άγχος, καθώς φοβόμαστε για την ίδια τη φύση και τον εαυτό μας»!

Η γύρω από τον οικισμό της Σκουρτούς διαμόρφωση του φυσικού χώρου σε αγροτοδασικό.
Απότοκο τούτου του γεγονότος είναι ότι σήμερα «ενοχλεί» η διαπίστωση της –ομολογουμένως ισχυρής, κυρίως κατά τον 20ο αιώνα και κατά βάσιν μετά το 1940– διάσπασης του δάσους Ξηρομέρου από τους αγρούς που δημιουργήθηκαν κατά το παρελθόν σε διάφορους χρόνους, και την «αγροτοποίηση» σημαντικού μέρους του, δίνοντας μωσαϊκά εκτάσεων δασικής κι αγροτικής μορφής ή και ολάκερες συνεχείς αγροτικές εκτάσεις, δηλαδή άλλου τύπου φυσικά συστήματα.Πιο παλιά δεν υπήρχε τέτοια αίσθηση, αφού οι αλλαγές στο φυσικό σύστημα κινούντο σ’ ένα πλαίσιο αποδοχής των ενεργειών στο μικροσύστημα. Όταν όμως νεωτέρως το μικροσύστημα ειδώθηκε στο μεγασύστημα, με τις αντιλήψεις για τη γη να έχουν αλλάξει, αφενός λόγω της διεκδίκησής της από τον άνθρωπο ως κτήμα του, κάτι που έδωσε μονιμότητα στην αλλαγή, διαμορφώνοντας «αναπότρεπτες καταστάσεις», αφετέρου με την επανάβλεψη των ενεργειών του παρελθόντος, με κριτική και αυστηρή/καταγγελτική ματιά –σύμφωνα και με όσα στην προηγούμενη παράγραφο αναφέραμε–, ο θεωρός άνθρωπος τρόμαξε με το εύρος της μεταλλαγής, διαπιστώνοντας υπερβολή και κατάχρηση στην πράξη του ανθρώπου της κοινότητας.
Η ευθύνη όμως για την (ισχυρή ομολογουμένως κάποιες φορές) τούτη μεταλλαγή δεν αποδόθηκε τόσο στον μακρινό πρόγονο, που λειτούργησε στα πλαίσια του κοινοτισμού και είχε σχέση επαφής με τη γη –χωρίς ωστόσο ν’ απαλλάσσεται κι αυτός των όποιων ευθυνών του, που σε κάποιες περιπτώσεις είναι μεγάλες, αν αναλογιστούμε τη σκελετοποίηση περιοχών της χώρας, που διαμορφώθηκαν σε χρόνους μακρινούς–, αλλά κυρίως στον νεώτερο πρόγονο, που λειτούργησε εμπορευματικά στη σχέση του με τη γη, προσαρμοζόμενος –βεβαίως– στους κανόνες της ανοικτής κοινωνίας και του εμπορευματικού πνεύματος λειτουργίας της. Η πραγματοπαγής σχέση με τη γη, ιδωμένη αυτή ως εξουσιαζόμενη και αποδίδουσα, κι όχι, κατά την πρακτική της θεώρηση, ως δάνεια και χρησιμεύουσα, ήταν κείνη που επικράτησε και επέφερε τη μόνιμη ανατροπή, αφού η πράξη του ανθρώπου διέπεται πια από την έννοια της διεκδίκησης της γης κι όχι της οικειοποίησης της φύσης, όπως συνέβαινε παλιά.
ΒΕΛΑΝΙΔΟΔΑΣΟΣ ΞΗΡΟΜΕΡΟΥ (1ο μέρος).ΠΗΓΗ  ΔΑΣΑΡΧΕΙΟ   COM.

Νέες ρυθμίσεις για δασικούς χάρτες


ΕΛΛΑΔΑ ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΑΛΙΟΣ

Αλλαγές στη διαδικασία κατάρτισης των δασικών χαρτών, με στόχο τη μείωση του κόστους και την απεμπλοκή του έργου επεξεργάζεται το υπουργείο Περιβάλλοντος. Ωστόσο, η βασικότερη από τις σχεδιαζόμενες μεταβολές ενδέχεται να λειτουργήσει ως «μπούμερανγκ» ενάντια στις προθέσεις του υπουργείου, καθώς αφορά την αφαίρεση της σχετικής αρμοδιότητας από την Εθνικό Κτηματολόγιο και Χαρτογραφήσεις (ΕΚΧΑ) και την ανάθεσή της στις διευθύνσεις δασών των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων. Μια επιλογή που θα οδηγήσει μεν σε μια σαφή μείωση του κόστους εκπόνησης, αλλά ενδέχεται να παραπέμψει μεγάλο αριθμό χαρτών στις ελληνικές καλένδες.
Η νομοθετική πρόταση που επεξεργάζεται το υπουργείο είναι σχεδόν έτοιμη, με στόχο να δοθεί σύντομα σε δημόσια διαβούλευση. Ουσιαστικά τροποποιεί τον «νόμο Μπιρμπίλη» (Ν. 3889/10), με τον οποίο επανεκκινήθηκε η υπόθεση των δασικών χαρτών.

Η κυριότερη μεταβολή που προβλέπει είναι η επαναφορά της αρμοδιότητας στο Δημόσιο. Πρόταση του υπουργείου είναι οι αρμόδιες δασικές υπηρεσίες να αναλαμβάνουν πρωτίστως εκείνες την κατάρτιση, ανάρτηση, θεώρηση και κύρωση των δασικών χαρτών. Οι υπηρεσίες θα μπορούν να προχωρούν το έργο με τις δικές τους δυνάμεις ή αναθέτοντας μέρος των εργασιών σε ιδιώτες. Και, μόνο στην περίπτωση που τεκμηριωμένα αδυνατούν, να εκχωρούν την αρμοδιότητα στην ΕΚΧΑ. Να σημειωθεί ότι η ρύθμιση θα αφορά μόνο σε όσους δασικούς χάρτες δεν έχουν ήδη ανατεθεί από την ΕΚΧΑ, δηλαδή στο εναπομείναν 45,2%.

Στόχος του υπουργείου είναι να εξοικονομήσει μέρος του υπολειπόμενου κόστους ανάθεσης των δασικών χαρτών (η ΕΚΧΑ το υπολόγιζε σε 51 εκατ. ευρώ). Ωστόσο, με τη ρύθμιση αυτή θα διακινδυνεύσει την ολοκλήρωση του έργου, καθώς οι δασικές υπηρεσίες απέδειξαν στην πράξη τις προηγούμενες δεκαετίες την αδυναμία ή απροθυμία τους να φέρουν σε πέρας το έργο (η αρμοδιότητα δασικών χαρτών και δασολογίου τους είχε ανατεθεί από τον Ν.998/1979, χωρίς όμως να οδηγήσει επί 30 έτη σε αποτέλεσμα). Υπενθυμίζεται ότι οι δασικοί χάρτες που έχουν καταρτιστεί αντιστοιχούν στο 22,5%, υπό κατάρτιση βρίσκεται το 32,1%, αναρτημένοι μόλις το 1,1% ενώ έχει κυρωθεί το... 0,56%!

Μια δεύτερη αλλαγή που πρόκειται να προτείνει το ΥΠΕΚΑ είναι η κατάργηση της ρύθμισης του Ν. 3889/10 για τις «προβληματικές» περιοχές (δηλαδή περιοχές όπως ο Αγιος Στέφανος που εμφανίζονται κατά την κατάρτιση των δασικών χαρτών σχεδόν ολόκληρες ως δασικές), καθώς είχε στην πράξη γίνει κακή χρήση αυτής. Η ρύθμιση προέβλεπε το «πάγωμα» της υποβολής αντιρρήσεων για δύο έτη, γνωμοδότηση δήμου και υπηρεσιών και τελική απόφαση για πολεοδόμηση ή μη από τον υπουργό. Με την κατάργησή της, η υπόθεση θα περιοριστεί στην υποβολή αντιρρήσεων από τους ενδιαφερόμενους (και νομοθετική παρέμβαση, αν χρειαστεί). Αγνωστο παραμένει αν με την ευκαιρία ενός δασικού σχεδίου νόμου το υπουργείο θα προχωρήσει στην κατάργηση του λεγόμενου «αντιδασικού» νόμου (Ν. 4280/14) ή κάποιων από τις δεκάδες «φωτογραφικές» διατάξεις που περιέχει.
Έντυπη KAΘΗΜΕΡΙΝΗ.

ΣτΕ: Να κατεδαφίζονται τα αυθαιρέτα σε δημόσια ή ιδιωτικά δάση

Το Ε΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας με την υπ΄ αριθμ. 2215/2015 απόφασή του αποφάνθηκε ότι πρέπει να κατεδαφίζεται κάθε αυθαίρετο κτίσμα που είναι μέσα σε δάσος ή αναδασωτέα έκταση, ανεξάρτητα εάν αυτή η δασική έκταση είναι ιδιωτική ή δημόσια και παράλληλα επικύρωσε πράξη κατεδάφισης αυθαιρέτων κατασκευών στο Γαλάτσι Αττικής και απόφαση του προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών που διέτασσε την κατεδάφιση.
Ειδικότερα, με πράξη του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Αττικής διατάχθηκε η κατεδάφιση αυθαιρέτων κατασκευών και εγκαταστάσεων που έχουν ανεγερθεί σε δημόσια δασική αναδασωτέα έκταση εμβαδού 7.968 τ.μ., στη θέση «Λόφος Κόκκου-Ομορφοκκλησιά- Βεΐκου» του Δήμου Γαλατσίου Αττικής.
Εντός των εγκαταστάσεων αυτών υπάρχει, μεταξύ των άλλων, οικία, μαντριά (613 τ.μ.) αποτελούμενα από λαμαρίνες και ξύλινες κατασκευές, στάβλος (263 τ.μ.) αποτελούμενος από τσιμεντόλιθους και σκεπή από λαμαρίνες, εγκατάσταση ποιμνίου αιγοπροβάτων και πτηνοτροφείου, μανδρότοιχος με σιδερένιους πασσάλους και πλέγμα μήκους 176,20 μ., διάφορα παλαιά αντικείμενα (παλιατζίδικο).
Από το ΣτΕ ζήτησαν οι κληρονόμοι του ιδιοκτήτη των εγκαταστάσεων να ανακληθεί η απόφαση κατεδάφισης των επίμαχων κατασκευών.
Το ΣτΕ απέρριψε την αίτηση των κληρονόμων και στην εν λόγω απόφασή του αφού ερμήνευσε το Σύνταγμα και την δασική κ.λπ. νομοθεσία έκρινε ότι «οικοδομές, κτίσματα και πάσης φύσεως κατασκευές που έχουν ανεγερθεί είτε μέσα σε δημόσια ή ιδιωτικά δάση ή δασικές εκτάσεις είτε μέσα σε δημόσιες ή ιδιωτικές αναδασωτέες εκτάσεις οι οποίες έχουν καταστραφεί από πυρκαγιά ή από οποιαδήποτε άλλη αιτία, προερχόμενη από ανθρώπινη ενέργεια ή από φυσική αιτία, κατεδαφίζονται ύστερα από απόφαση του αρμοδίου οργάνου».
Επίσης, αναφέρεται στην δικαστική απόφαση ότι «το μέτρο της κατεδάφισης αυθαιρέτων κατασκευών επιβάλλεται υποχρεωτικώς από τον νόμο, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της έκτασης ως δημόσιας ή ιδιωτικής, διότι τυχόν δικαιώματα ιδιωτικού δικαίου σε δασική ή αναδασωτέα έκταση δεν αποκλείουν την εφαρμογή της νομοθεσίας, κατ’ εφαρμογή της οποίας εκδόθηκε η πράξη κατεδάφισης αυθαιρέτων κατασκευών».
Τέλος, αναφέρεται στην απόφαση του ΣτΕ, ότι για την κατεδάφιση αυθαιρέτων κατασκευών σε δασικές ή αναδασωτέες εκτάσεις δεν απαιτείται, να έχει προηγουμένως καταρτισθεί δασολόγιο, ούτε να έχει χαρακτηρισθεί η έκταση ως δασική, με τη διαδικασία του νόμου 998/1979 ούτε, να έχουν καταρτισθεί δασικοί χάρτες, αλλ’ αρκεί να διαπιστώνεται αιτιολογημένα ο δασικός χαρακτήρας της έκτασης.