Δασική Υπηρεσία.

Δασική Υπηρεσία.
Υπηρεσιακό αυτοκίνητο

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015

ΒΕΛΑΝΙΔΟΔΑΣΟΣ ΞΗΡΟΜΕΡΟΥ (3ο μέρος)

Χάνοντας τη βελανιδιά…
–πώς αντιμετωπίστηκε η βελανιδιά στην Ελλάδα…–
Σήμερα η δρυς στη μεσογειακή λεκάνη βρίσκεται σε κατάσταση υποβάθμισης, εμφανίζοντας προοδευτική εξασθένιση κι υποχώρηση, κάτι που αποδίδεται στην ανθρώπινη πίεση σε συνδυασμό με την κλιματική αλλαγή, ήτοι στις μακρές περιόδους ξηρασίας που εμφανίζονται συχνότερα κατά τα τελευταία χρόνια (βλέπε σχετικά: Υπουργείο Γεωργίας, «Κριτήρια και δείκτες αειφορικής διαχείρισης των δασών της Ελλάδας», αυτοτελής έκδοση, Αθήνα 2000, σελ. 30). Η επικράτηση του πεύκου στις περιοχές όπου εξαπλωνόταν η δρυς, οφείλεται στην εξασθένιση της δρυός, όπως περιγράφτηκε παραπάνω, μ’ αποτέλεσμα να συγκροτούνται κοινότητες πεύκων σε κατάσταση climax (φυτοκοινωνία σε ισορροπία), ενώ κανονικά θα έπρεπε να λειτουργούν ως κοινότητες σε κατάσταση paraclimax (παράλληλες ή μεταβατικές φυτοκοινωνίες).

Περπατώντας στο βελανιδόδασος Ξηρομέρου…
Ας μείνουμε, από τα είδη της δρυός, στο χαρακτηριστικότερο του ελληνικού χώρου, στη βελανιδιά. Κάποτε η βελανιδιά κάλυπτε τους ελληνικούς κάμπους, καθώς και τις περισσότερες από τις ημιορεινές και πολλές νησιωτικές περιοχές της Ελλάδας, εκεί οπού σήμερα θα ήταν αδιανόητη η παρουσία της. Για παράδειγμα, θα τη φανταζόμασταν ποτέ να καλύπτει τον σχεδόν γυμνό σήμερα Υμηττό; Πράμα τρελό θα μου πείτε. Κι όμως κάποτε (έως και τον 16ο αιώνα περίπου) σχημάτιζε όμορφα δάση εκεί, μαζί με άλλες δρύες, στη βόρεια κι ανατολική πλευρά του! Μα και από την υπόλοιπη Αττική σχεδόν εξαφανίστηκε, στην οποία κάποτε επικρατούσε («Δρυούσα» αποκαλούσε την Αττική ο Όμηρος). Σύμφωνα με υπολογισμούς μας, που βασίζονται σε στοιχεία περιηγητών, οι οποίοι σε διαφορετικούς χρόνους επισκέφτηκαν την Αττική, καθώς και σε επιστημονικά δεδομένα κι ευρήματα, τα υψηλά δρυοδάση (οι φυλλοβόλες δρύες) άρχισαν να υποχωρούν από την Αττική περίπου στα τέλη του 18ου αιώνα, ενώ μες τον 19ο αιώνα δεν υπήρχε συγκροτημένο δρυοδάσος στην αττική γη. Πληροφορούμαστε σχετικά, από έγγραφο της διοίκησης με ημερομηνία 11-10-1949, ότι κατά την περίοδο της Κατοχής οι αγροί της περιοχής Ασπροπύργου ήταν κατάσπαρτοι από βελανιδόδενδρα, τα οποία προέρχονταν από τα δάση βελανιδιάς του παρελθόντος. Αυτά υλοτομούνταν συστηματικά, για την ευχερέστερη καλλιέργεια των εδαφών και για καυσοξύλευση, χωρίς να προστατεύονται, κι έτσι απωλέσθη το περίφημο αγροτοδασικό τοπίο της Αττικής.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στις «Αχαρνές» του Αριστοφάνη περιγραφόταν η Πάρνηθα και ο Κιθαιρώνας, καθώς και «άπασα η έκταση από την οποία διέρχονταν η από Αθηνών στη Θήβα βαίνουσα οδός», ως περιοχές κατάφυτες από δάση. Αυτά τα δάση, σ’ ότι αφορά στα χαμηλότερα υψόμετρα και τα πεδινά τμήματα, ήταν δρυοδάση. Στα πολύ μετέπειτα χρόνια, υπάρχουν ποικίλες αναφορές περί της υπάρξεως δρυός στην Αττική, όπως αυτή του Γερμανού διπλωμάτη Reinhold Lubenau, ο οποίος το έτος 1589 ανέφερε τη βελανιδιά ως κυρίαρχο δένδρο της αττικής γης, η οποία μάλιστα αξιοποιούνταν για την παραγωγή βαφικών προϊόντων. Ενώ, προς το τέλος του 18ου αιώνα, ο Γάλλος διπλωμάτης Φελίξ Μπωζούρ, κατέγραφε τις λιγοστές πια βελανιδιές της Αττικής, οι οποίες «φύονταν στην ιερή γη της παρέα με τα πεύκα και τις αγριελιές», που πλέον κυριαρχούσαν. Λίγο αργότερα, το έτος 1833, ο Βαυαρός αρχαιολόγος Λουδοβίκος Ρος αναφέρεται στις λιγοστές σκόρπιες βελανιδιές της περιοχής του Τατοΐου, που πια ήταν κυριαρχημένη από πεύκα.
Σύμφωνα με την πρώτη Εθνική Απογραφή Δασών, που ολοκληρώθηκε στα 4/5 του ελληνικού χώρου από το Υπουργείο Γεωργίας το έτος 1992, δεν καταγράφεται παρουσία δρυός στην Αττική, κάτι που ίσχυε και κατά την Κατανομή των Δασών της Ελλάδος, που πραγματοποιήθηκε από το ίδιο Υπουργείο το έτος 1964. Η καθηγήτρια–ερευνήτρια Αναστασία Παντέρα καταγράφει την ύπαρξη βελανιδιών στην περιοχή του Καπανδριτίου σε μικρή έκταση 20,8 στρεμμάτων (Παντέρα, 2002). Η διάδοχος φυσική κατάσταση, μετά την υποχώρηση-εξαφάνιση των δρυοδασών από την αττική γη, ήταν η κυριαρχία των πευκοδασών (μια «μοιραία» συνέχεια, στα πλαίσια της οικολογικής διαδοχής, που επέρχεται), ενώ, κι αυτά τα πευκοδάση υποχωρούν στους σημερινούς καιρούς, δίνοντας τη θέση τους στα αείφυλλα πλατύφυλλα και κατόπιν στα φρύγανα −πολύ δε περισσότερο, στα οικόπεδα, στις κατοικίες και στις καλλιέργειες!..−, γεγονός που σημαίνει περαιτέρω υποβάθμιση του φυσικού τούτου περιβάλλοντος. Η υποβάθμιση συνίσταται στο γεγονός ότι η διαδοχή στη μετεξέλιξη του οικοσυστήματος, δε διαμορφώθηκε φυσικά, αλλά ο ανθρώπινος παράγοντας την προκάλεσε, κατά κανόνα με βίαιο κι ανατρεπτικό τρόπο.

Το δρυόδασος στον Αστακό.
Στους ελληνικούς κάμπους, στο Θεσσαλικό, στης Ηλείας και Αχαΐας, στης Πρέβεζας, στης Αλεξανδρούπολης κ.ά., στις λοφώδεις κι ημιορεινές περιοχές της χώρας, η βελανιδιά κυριαρχούσε, μαζί με τις άλλες δρύες, και σχημάτιζε ατέλειωτα δάση, που σ’ αυτά χανόταν η ματιά, ο στρατοκόπος έχανε τον προσανατολισμό του, αδυνατώντας, μες στο σύμπυκνο και το συμπαγές τους, να καθορίσει την πορεία του και νάχει σίγουρο περπάτημα. Τι απέμεινε από κείνα τα δάση σήμερα; Στο Θεσσαλικό κάμπο βρίσκουμε μικρά υπολείμματά του, όπως το σημαντικό δάσος Κουρί στην πεδιάδα του Αλμυρού, έκτασης 1.000 περίπου στρεμμάτων, καθώς και αραιά σκόρπια παλιά δένδρα μεταξύ ή επί των καλλιεργειών. Στην Ηλεία, η παρουσία της δρυός έχει περιορισθεί σε μεγάλο βαθμό, και το μεγάλης οικολογικής αξίας δρυόδασος της Φολόης (βρίσκεται σε οροπέδιο, μεταξύ των χωριών Λάλα, Νεμούτα, Δούκα, Σιμόπουλο και του ποταμού Ερύμανθου), αποτελεί ότι σημαντικότερο απέμεινε από την «απλωσιά» των Ηλειακών δρυοδασών (το δρυόδασος της Φολόης αποτελεί υπομεσογειακό δάσος πλατύφυλλης δρυός, του οποίου τα ίχνη χάνονται κάπου στους προϊστορικούς χρόνους). Ενώ στην Αχαΐα, κι ειδικότερα στη Στροφιλιά, μόλις 600 στρέμματα απέμειναν από τα άλλοτε χιλιάδες του βελανιδόδασους της περιοχής. Σε σχέση με αυτό το δάσος, είναι σημαντική η πληροφορία του Γάλλου συγγραφέα Γουσταύου Φλωμπέρ, ο οποίος όταν διήλθε στα μέσα του 19ου αιώνα την περιοχή, παρατήρησε ότι ο κάμπος από την Ανδραβίδα μέχρι την Πάτρα ήταν κατάσπαρτος από βελανιδιές, συμπεραίνοντας ότι αποτελούν υπολείμματα παλαιών δασών που εξαφανίστηκαν (Φλωμπέρ Γ., «Το ταξίδι στην Ελλάδα», μετάφραση: Π. Α. Ζάννας, πρόλογος: Κ. Θ. Δημαράς, εκδόσεις Ολκός, έκδοση Ε΄, Αθήνα 2000, σελ. 128, 129).
Στην Πρέβεζα, καθοριστικό ρόλο στον περιορισμό της βελανιδιάς εκεί, έπαιξε η καλλιέργεια της ελιάς, που, κατά μία έννοια επιβλήθηκε από τους Βενετούς, με τα προνόμια που δόθηκαν για τη φύτευσή της. Στη Θράκη, κι ειδικότερα στη νότια περιοχή του Έβρου (Νίψα, Δωρικό), σκόρπιες, σε συστάδες ή λόχμες είναι οι βελανιδιές που βρίσκεις πια, για να θυμίζουν την όμορφη βλάστηση των περίφημων Ορφικών Δρυμώνων του παρελθόντος. Έλεγε για τα δάση αυτά, ο αρχαιολόγος Άγγελος Ποιμενίδης: «Εκατομμύρια βελανιδιές υπήρχαν στον τόπο μας προπολεμικά. Από την Αλεξανδρούπολη ως τη Νίψα ανατολικά και ως την Αρχαία Μεσημβρία δυτικά –απόστασι 40 χιλ/τρων– εβάδιζες υπό σκιάν. (…) Πουθενά στη Βαλκανική και στη Μικρά Ασία δεν υπήρχε τόσος αριθμός ογκωδών δέντρων. Βαποριές από τα καύκαλα των καρπών τους φορτώνονταν για τη Μυτιλήνη –εργοστάσια Σουρλάγκα– και το μάζεμά τους ήταν κάτι παραπάνω από ότι γίνεται με τις ελιές σ’ αυτήν και την Κρήτη. (…) Γνώριζα ένα δέντρο αρχαίο δρυός στην αρχαία Μεσημβρία. Το έβλεπα, θεόρατο σαν πλατάνι και έλεγα ότι οπωσδήποτε θα είχεν ακούσει την Ορφική λύρα. Πέντε χρόνια είναι που σωριάστηκε κάτω για να δώσει δεκαέξη τόννους καυσόξυλα, μόνο από τα κλαδιά του, διότι ο πελώριος, σαν μετέωρο κορμός του στέκει ακόμα ξαπλωμένος, επειδή δεν μπορεί να κομματιαστεί με πριόνι, παρά με δυναμίτη, πράγμα που δε συμφέρει εμπορικά, γι’ αυτό και εγκαταλείφθηκε. Οι δρύες της περιοχής Ζώνης-Μεσημβρίας-Δρυός, 25 χιλιόμετρα δυτικά από την Αλεξανδρούπολη στην παράκτια ζώνη της, ήταν κειμήλια και αν το βελανίδι τους δεν έχει σήμερα αξία, η τουριστική τους σημασία ήταν τρανή. Ευτυχώς που σώζονται μερικά δέντρα ακόμα. Άραγε το Δασαρχείο θα σταματήσει τη συνέχιση της καταστροφής; Δε θα πρέπει να απαγορευθεί η απαισιότητα να πελεκιέται γύρω γύρω το δέντρο, κοντά στην ρίζα, για να ξηραθεί και να γίνει λεία των καρβουνιάρηδων; Εκατοντάδες τέτοιων δέντρων βλέπω στις θηλειές και οι τεράστιοι σκελετοί τους περιμένουν το κατάλληλο πριόνι για να κατακερματιστούν! Ο πολιτισμός τι λέει;» (Ποιμενίδης Άγγ., «Οι Ορφικοί δρυμώνες της Θράκης», περιοδικό «Δασικά Χρονικά», τεύχος 107, Σεπτέμβριος 1967).

Δρυς στο βράχο: φυσική προσαρμογή κι αγώνας για επιβίωση!
Στα ελληνικά βουνά της ηπειρωτικής χώρας, η υποχώρηση των δρυοδασών πραγματοποιήθηκε σταδιακά, εξαιτίας της ανθρώπινης δραστηριότητας που αναπτύχθηκε εκεί, αλλά και λόγω της εκμετάλλευσής τους για την απολαβή της πολύτιμης δρύινης ξυλείας. Η υπερβόσκηση, οι πυρκαγιές, η ανεξέλεγκτη υλοτόμηση, οι μεγάλης κλίμακας καυσοξυλεύσεις, οι εκχερσώσεις για τη δημιουργία χωραφιών κ.ά., συνέτειναν στο να χαθεί η δρυς απ’ αυτούς τους τόπους. Χάθηκαν έτσι πολύτιμα οικοσυστήματα, δάση μοναδικά.
Από τον 15ο και μετά, επιδείχθηκε από τους Ευρωπαίους πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για την ελληνική ξυλεία βελανιδιάς για ναυπήγηση πλοίων, και δημιουργήθηκαν μεγάλης κλίμακας υλοτομίες στα βουνά μας, για το σκοπό αυτό. Και τούτο διότι το ξύλο της βελανιδιάς πλεονεκτεί έναντι άλλων για ναυπηγική χρήση, κάτι που το καθιστά επιζητήσιμο. Δεν είναι βαρύ, ούτε ευάλωτο στη διάβρωση της θάλασσας, είναι ακόμη ανθεκτικό στις πιέσεις κι αντέχει στις προσκρούσεις, ενώ η ελαστικότητά του το κάμει ιδανικό για την κατασκευή των κυρτών μερών των πλοίων. Ο ιστορικός-γιατρός Ιωάννης Ν. Ψύλλας, σημείωνε σχετικά, αναφερόμενος στ’ αρχαία χρόνια: «Η δρυς εις τους κατοίκους των παναρχαίων χρόνων, ότε η γη ανήροτος και άσπαρτος ήτο, παρείχε πρόχειρον τροφήν. Ότε δε έμαθον να κατασκευάζωσι πλοία, παρείχε την αναγκαίαν προς ναυπηγίαν ύλην. Η τρόπις των τριήρεων ήτο δρύινη, ίνα αντέχει προς τας νεωλκίας» (Ψύλλας Ν. Ι., «Ιστορίαν της Νήσου Κέας», έκδοση του Συνδέσμου των εν Αθήναις και Πειραιεί Κείων, Αθήνα 1921, σελ. 118).
Οι υλοτομίες στα ελληνικά βουνά δρυών για ναυπήγηση πλοίων, ήταν καταστροφικές και συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στην υποβάθμιση των ορεινών δρυοδασών σε πολλές περιοχές της χώρας μας. Τη μεγαλύτερη ζημιά φαίνεται πως έκαμαν οι Γάλλοι στα Ηπειρώτικα και στα Ακαρνανικά βουνά. Ιδού τι μας πληροφορεί ο Πουκεβίλ: «Από μια αναφορά, που απευθύνεται στον κόμητα του Μωρεπάς, προκύπτει ότι του έστειλε ο πρόξενος της Γαλλίας στην Ήπειρο 300 κορμούς δρυών, που έφτασαν στα ναυπηγεία της Τουλόν και οι οποίοι είχαν κοπεί από μια έκταση μισής τετραγωνικής λεύγας. Το δάσος της Λορούς, απ’ όπου είχαν υλοτομήσει αυτήν την ξυλεία, και η οποία ήταν πολύ καλή, υπολόγιζαν ότι θα μπορούσε να τους προμηθεύει κάθε χρόνο 80.000 κυβικά πόδια χοντρών μαδεριών. Μια άλλη εκτίμηση, που έγινε από έναν πολύ σπουδαίο ξυλουργό, υπολόγιζε σε 200.000 κυβικούς πόδες το καθαρό ξύλο απ’ το οποίο μπορούσαν να φτιάξουν τη στρώση, τα παραπέτια, τα στραβόξυλα και άλλα ξύλινα εξαρτήματα του πλοίου. Είχαν προειδοποιήσει τον Υπουργό ότι η καλύτερη ξυλεία ήταν εκείνη του Μακρυνόρους, γιατί το έδαφος ήταν ξηρό και βραχώδες, ενώ η ξυλεία της Λορούς προερχόταν από έδαφος βαρύ και υγρό και είχε και σκουλήκια…» (σελ. 247 του 1ου τόμου του οδοιπορικού του).
Πάντως, δε θα πρέπει να παραβλέπεται και το γεγονός, ότι η παραπάνω εκμετάλλευση πρόσφερε εργασία στον τοπικό πληθυσμό, με τις υλοτομίες που πραγματοποιούνταν, στηρίζοντάς τον οικονομικά σε μια δύσκολη γι’ αυτόν εποχή, έχοντας όμως ως τίμημα την υποβάθμιση ή και την απώλεια των ελληνικών βελανιδοδασών. Στην Κατοχή, που ακολούθησε τον πόλεμο του ’40, συνέβη η άλλη μεγάλη καταστροφή των βελανιδοδασών της Ελλάδας, από τους Γερμανούς κατακτητές τούτη τη φορά. Αυτοί, γνωρίζοντας πόσο σημαντικό ήταν το ξύλο του συγκεκριμένου δένδρου για χρήσεις που εξυπηρετούσαν τις επιχειρησιακές (κι όχι μόνον) ανάγκες του πολέμου (για στρωτήρες σιδηροδρόμων, για ξυλεία οικοδομική σε καταστρεμμένα από βομβαρδισμούς κτήρια κ.ά.), το απόλειψαν με ληστρικό τρόπο και το μετέφεραν στη Γερμανία και στις συμμάχους αυτής χώρες, σε τεράστιες ποσότητες.

Ξηροφυλλάδα βελανιδιάς.
Στα ελληνικά νησιά, σε κείνα όπου φύονταν η βελανιδιά, υπήρχε προνόμιο! Η Κέα, η Νάξος, η Άνδρος, από τα Κυκλαδονήσια, είχαν την τιμή αυτή, και η βελανιδιά, λόγω της οικονομικής σημασίας της, έκαμε τους κατακτητές τους να τα βλέπουν ιδιαίτερα. Σήμερα εκεί, τη βελανιδιά τη βρίσκεις λιγοστή. Η Λέσβος παλαιότερα, ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος της ένα απέραντο βελανιδόδασος. Σήμερα το δένδρο αυτό το συναντάς σε λιγοστές σκόρπιες συστάδες και διάσπαρτο στους αγρούς και στα βοσκοτόπια. Η Ικαρία επίσης, ήταν κατάφυτη από βελανιδιές μέχρι και τον 18ο αιώνα (σχετικές αναφορές βρίσκουμε στα οδοιπορικά των Τοurnefort το έτος 1700, Thomas Salmon το έτος 1773, William Hunter το έτος 1792 κ.ά.), ενώ τον 19ο αιώνα οι αναφορές των περιηγητών μιλούν για ένα νησί με πιο αραιωμένη βλάστηση κι υπερβοσκημένο, με το πεύκο να κυριαρχεί στη θέση της βελανιδιάς. Στην Κρήτη, σπάνια είναι πια η βελανιδιά, σε μικρές συστάδες και σε εναπομείναντα σκόρπια δένδρα και σε λόχμες, ενώ τη σημαντικότερη παρουσία της την εμφανίζει στην περιοχή του Ρεθύμνου, όπου βρίσκεται το μοναδικό συμπαγές δάσος βελανιδιάς στην Κρήτη, εμβαδού περίπου 6.000 στρεμμάτων. Στην Κέρκυρα, η βελανιδιά «κυνηγήθηκε», με την ελιά να είναι κυρίως υπεύθυνη για τούτο το κακό. Οι κερκυραϊκοί δρυμώνες ήταν φημισμένοι. Μάλιστα, ο Ιταλός κληρικός Pietro Casola, χαρακτήρισε την Κέρκυρα το έτος 1494 ως «νησί των βελανιδιών». Η ελαιοκαλλιέργεια όμως, από τη μια πλευρά, που επιβλήθηκε από τους Ενετούς, περιόρισε σημαντικά τους δρυμώνες του νησιού, αλλά κι η υπερεκμετάλλευσή τους από την άλλη, οδήγησαν στον αφανισμό τους. Μεγάλη ζημιά στα δρυοδάση της Κέρκυρας έκαμαν οι Γάλλοι, οι οποίοι κατά την περίοδο που διοίκησαν τα Ιόνια νησιά, προέβησαν σ’ επίταξη όλων των δρυοδένδρων και των κυπαρισσιών του νησιού, για τις πολεμικές τους ανάγκες. Υπολογίζεται ότι οι πεδινοί Κερκυραϊκοί δρυμώνες χάθηκαν περίπου τότε. Γενικώς, δρυοδάση (υποβαθμισμένα, υπολείμματα παλαιών δρυοδασών) είχε η Κέρκυρα μέχρι και τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο (περίοδος 1915-1918), όταν τότε έγιναν και οι υλοτομίες των τελευταίων δρυοδένδρων των ορεινών της δρυμώνων. Στη Λευκάδα, το μοναδικό δρυoδάσος του νησιού, των (Σ)Κάρων, χρησιμοποιήθηκε ως βοσκότοπος, για τη διατήρηση της πλούσιας κτηνοτροφίας του νησιού, και υποβαθμίστηκε σε σημαντικό βαθμό· αν και επί Ενετών διαχειρίσθηκε υποδειγματικά, για την παραγωγή του ξύλου της βελανιδιάς, που χρησιμοποιούνταν στη ναυπηγική −και ήτο πολύτιμο γι’ αυτούς, καθώς διέθεταν το μεγαλύτερο τότε στόλο.
Σε πολλά από τα ελληνικά νησιά, μα και σε περιοχές της ηπειρωτικής χώρας, η βελανιδιά φυτεύτηκε σε αγρούς και σε δασικά εδάφη, για την παραγωγή των πολύτιμων προϊόντων της (των βελανιδιών και του κηκιδιού ως επί το πλείστον, αλλά και του ξύλου της). Η ελληνική νομοθεσία από παλιά έδινε προνόμια «εξημέρωσης» των άγριων βελανιδιών που φύονταν σε δασικά εδάφη. Αναφέρουμε ως παράδειγμα το νόμο 2636 της 28ης Ιουλίου 1921 (ΦΕΚ 135/Α΄/4-8-1921) «Περί διαθέσεως δημοσίων δασικών εκτάσεων διά γεωργικούς, δενδροκομικούς και άλλους κοινής ωφελείας σκοπούς», όπου στο άρθρο 1 παράγραφος 2 αυτού, δινόταν η δυνατότητα –μεταξύ των άλλων– εξημέρωσης διά εμβολιασμού βελανιδιών για καλλιέργεια. Η μεγάλη οικονομική σημασία των παραγόμενων από τη δρυ προϊόντων στα παλαιότερα χρόνια, φαίνεται κι από τους ειδικούς νόμους, που αφορούσαν στη φορολογία τους. Όπως, του νομοθετικού διατάγματος της 7ης-8-1837 «Περί φορολογίας των βαλανιδοκικιδοδένδρων», του νόμου ΒΠ της 5ης –8-1892 «Περί φορολογίας των προϊόντων της γης και ζώων», του νόμου 3676/27-3-1910 «Περί φορολογίας και συλλογής του βαλανιδίου» κ.ά.

Νεαρό δρυόδασος στο Ξηρόμερο.
Για να κατανοήσουμε τη μεγάλη σημασία που δινόταν παλιά στην παραγωγή του βελανιδιού, αρκεί ν’ αναφέρουμε ότι σύμφωνα με τη γεωργική απογραφή του 1861, υπήρχαν στην τοτινή Ελλάδα 13.000 στρέμματα βαλανιδεώνων, που, σύμφωνα με την απογραφή, αποτελούσαν φυτείες επί γεωργικών εδαφών! Προπολεμικά (πριν το 1940) το βελανίδι ήταν περιζήτητο ως χρησιμοποιούμενη πρώτη ύλη στη βυρσοδεψία, και μάλιστα ήταν ακριβότερο προϊόν από το ελαιόλαδο. Η μεγάλη ζήτησή του, ώθησε πολλούς αγρότες να φυτέψουν τη βελανιδιά σε χωράφια τους ή να περιποιηθούν δένδρα δημοσίων γαιών, για τη συλλογή του βελανιδοκάρπου. Η κατάσταση αυτή οδήγησε σε μεγάλη αύξηση του αριθμού των δένδρων βελανιδιάς στη χώρα. Έλεγε σχετικά το έτος 1909 για τη Λέσβο ο Οικονόμος Σταύρος Τάξης: «Μέχρι των αρχών του παρελθόντος αιώνος τα δένδρα των βαλανιδέων εν τη νήσω εκόπτοντο και ηκρωτηριάζοντο συνεπεία της ελαχίστης τιμής, ης απολάμβανεν ο καρπός αυτών, το βαλανίδιον. Το 1840 ετιμάτο 12-14 γρόσια ο στατήρ. (…) Τελευταίως όμως η τιμήν του ανήλθε στα 50-60 γρόσια ο στατήρ και οι βαλανιδέες της νήσου καλλιεργούνται…» [Τάξης Στ., «Συνοπτική ιστορία και τοπογραφία της Λέσβου», έκδοσις δευτέρα (επαυξημένη και μεταρρυθμισμένη), εκ του τυπογραφείου Ι. Πολίτου, εν Καΐρω 1909, σελ. 68].
Οι πληροφορίες μάλιστα που μάς δίδονται, σ’ ότι αφορά στις φυτεμένες σε αγρούς βελανιδιές, είναι ότι οι φυτεύσεις γινόταν σε πυκνότητα 4-5 δένδρα ανά στρέμμα (αραιή φύτευση), ώστε να μπορούν τα δένδρα ν’ αναπτυχθούν ελεύθερα, απλώνοντας τα κλαδιά τους (κάτι που εξυπηρετούσε τη μεγαλύτερη παραγωγή καρπού). Το χωράφι κάτω από τα δένδρα, συνήθως καλλιεργείτο με σιτηρά, ενώ, μετά το θερισμό τους, ερχόταν τα κτηνοτροφικά ζώα κι έβοσκαν. Κατ’ αυτό τον τρόπο εξυπηρετείτο τριπλός σκοπός. Κατά πρώτον, με τη συγκαλλιέργεια η βελανιδιά υποβοηθείτο κι απέδιδε περισσότερο. Κατά δεύτερον, η υπό των δένδρων γεωργική γη δεν έμενε ανεκμετάλλευτη, αφού καλλιεργείτο με σιτηρά, δίνοντας ένα επιπλέον εισόδημα στον αγρότη. Κατά τρίτον, η κτηνοτροφία που ασκείτο σε συγκεκριμένο χρόνο κι έδαφος, παρείχε τροφή στα ποίμνια σε δύσκολους γι’ αυτά καιρούς, αφού το θέρος, που τα πάντα ξεραίνονταν, η τροφή δύσκολα ανευρίσκονταν. Ταυτόχρονα, με τις συνδυασμένες παραπάνω χρήσεις, διατηρείτο «καθαρή» η κάτω από τα δένδρα γη, για να είναι άνετη κατόπιν η συλλογή του βελανιδιού. Σοφή, αλήθεια, η διαχείριση των εδαφών από τους προγόνους, οι οποίοι καλλιεργούσαν χωρίς να θίγουν, επενέβαιναν χωρίς να πληγώνουν…
Ενδεικτικό της ιδιαίτερης αξίας που αποδίδονταν στη βελανιδιά, λόγω της οικονομικής της σημασίας, αποτελεί το γεγονός ότι στα αυτοκρατορικά δωρητήρια γαιών κατά τα βυζαντινά χρόνια, αλλά και στα συμβόλαια μεταβίβασης γαιών που συντάσσονταν έως και τα νεώτερα χρόνια, καταγράφονταν ο αριθμός των βελανιδιών που ευρίσκονταν μέσα στους αγρούς.
Όταν όμως η οικονομική σημασία αυτού του δένδρου έπαψε να υφίσταται, η καλλιέργειά του εγκαταλείφθηκε και η γη όπου φύονταν μετατράπηκε (και μετατρέπεται) σε οικόπεδα, βοσκότοπους και χωράφια. Η σχετική ρήση εξάλλου που λέγει, «δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται», υποδηλώνει την καταστροφή που ακολουθεί την πτώση της δρυός. Όμως, η έστω και με τεχνητό τρόπο εγκατάσταση της βελανιδιάς σε καλλιεργούμενα εδάφη, διαμόρφωσε μια τοπική οικονομία παραδοσιακού τύπου, οπού αναπτύχθηκαν εξαιρετικής σημασίας αγροοικοσυστήματα και δασολίβαδα, που, δυστυχώς, κι αυτά ακόμη χάθηκαν (ή χάνονται) στο όνομα της αξιοποίησης των πάντων!

Δρυόδασος σ’ εξαιρετικά δύσκολες κλιματοεδαφικές συνθήκες στο Ξηρόμερο.
Μάλιστα, η συνύπαρξη των άγριων και ήμερων της φύσης, που στ’ αγροτοδασικά οικοσυστήματα της ελληνικής υπαίθρου επιτυγχάνονταν, ήταν τόσο βαθιά ριζωμένη στη συνείδηση του λαού, που έπλαθε μύθους για τη σχέση αυτή. Δέστε έναν τέτοιο μύθο, π’ αφορά στη δρυ και την άμπελο: Η άμπελος του αγρού είχε αναπτυχθεί τόσο πολύ, που γύρευε στήριγμα για να σταθεί. Κάλεσε τη δρυ γι’ αυτό. «Δρυ, είπε, κλίνε τον κορμό σου για να με υποστηρίξεις». Απάντησε η δρυς: «Χρωστώ να σε υποστηρίζω, αλλά είμαι ογκώδες και πολύ στέρεο δένδρο και δε δύναμαι να κλίνω. Περιέβαλε εις εμέ τους βραχίονές σου αγαπητή άμπελε, και μην αμφιβάλλεις ότι θέλω να σε υποστηρίζω και να σε περιθάλπω. Ενώ θα σε βαστάζω, θέλεις καλωπίζειν τον κορμό μου με τα ωραία σου πράσινα φύλλα και τους κοκκινοχρόους σου βότρυας». «Αλλά επιθυμώ, αποκρίθηκε η άμπελος, ν’ αυξάνω χωρίς να κρέμομαι από εσένα, γιατί δε μπορείς εσύ να τυλιχθείς περί εμέ, και θέλω να μ’ αφήσεις να μεγαλώσω κατευθείαν κι ανεξάρτητα». «Η φύση τούτο ποτέ δεν εσκόπευε, απάντησε η δρυς. Αν μόνη υψωθείς. και το δοκιμάσεις, οι άνεμοι και η βροχή, και μάλιστα το ίδιο το βάρος σου, θα σε κατεδαφίσουν. Ούτε αρμόζει να εκτείνεις τους βραχίονές σου τήδε κακείσε μεταξύ των δένδρων. Τα δένδρα θα λένε ότι τους βαραίνεις και θα σε διώχνουν. Έπειτα, θα περιπλεχθείς σε τόσους ξένους κλάδους που θα χαθείς, αφού δε θα έχεις κάποιον, όπως εμένα, να σε φροντίζει και να σε ελεεί». Μετά από τα λόγια αυτά, επείσθη η άμπελος κι αγκάλιασε με αφοσίωση τη δρυ.
Δρυός πεσούσης…
–ποια η κατάσταση του βελανιδοδάσους Ξηρομέρου σήμερα;–
Είναι η δρυς ριζωμένη στον τόπο· ως ιδέα και ως ύλη· ως σύμβολο και ως φύση. Είναι δε η ρίζα της τόσο βαθιά, που θα λέγαμε ότι η εξαγωγή της συνιστά ξεχέρσωμα ζωής, ξεθεμελίωμα του τόπου, «ριζική του» ανατροπή. Ένας τόπος βαστηγμένος από τη δρυ, μεταλλάσσεται και α-τοπικά συγκροτείται, ως το αστοιχείωτο και ουτιδανό μιας απροσδιόριστης, μη λογισμένης, περιπτωσιακής/ευκαιριακής μεταλλαγής, που ικανοποιεί την άμεση πρακτική, όμως οδηγεί στην κρίση του τόπου, συνθέτοντάς την με μόνιμα χαρακτηριστικά. Εξέλιξη θεωρείται η διαμόρφωση μιας τέτοιας κατάστασης, κατά τα πρότυπα της αγοράς και της τεχνοκρατίας, είναι όμως ουσιαστικά οπισθοδρόμηση, λόγω της αξιακής κατάπτωσης και της απώλειας πολύτιμων αγαθών. Τ’ αποτελέσματά της δε «βλέπονται», ακριβώς διότι ο κατά σύστημα ενεργών δεν συνειδητοποιείται ως παθών και συγκροτεί το φευ που αναισθήτως βιώνεται, διαμορφώνοντας το αρνητικά επιγενόμενο, που λόγω της φυσικής απώλειας θα έπρεπε να λογίζεται ως τέτοιο· όμως –αλί– αυτό δε συμβαίνει! Ίσως τελικά τούτο να συνιστά κι ένα από τα δράματα του καιρού μας· το δράμα –αν θέλετε– του Έλληνα: το ότι η φύση, η πολύτιμη στην κάθε της έκφραση, της δρυός εν προκειμένω, δεν αξιώνεται διότι δεν αξιολογείται για το ιστορικό και οικολογικό της βάρος, και δεν προσλαμβάνεται ως αξία που συγκροτεί το γίγνεσθαι –το κοινωνικό και περιβαλλοντικό– στον τόπο. Αποτέλεσμα τούτου είναι να φτωχαίνει ο Έλληνας, να φτωχαίνει η χώρα, χωρίς μολαταύτα η κατάσταση αυτή να γίνεται συνειδητή, ακριβώς διότι έχουμε πλήρως αναισθητοποιηθεί στο μιθριδατισμό της «ανάπτυξής μας»!

Υποβαθμισμένο δρυόδασος στο Ξηρόμερο.
Απροσμέτρητη ήταν και η καταστροφή των δρυμών της Αιτωλοακαρνανίας, από ποικιλώνυμους καταστροφείς, εκεί οπού η φύση ήταν πλούσια, με τις δρύες να δημιουργούν έναν ατέλειωτο παράδεισο. Σύμφωνα μ’ εκτιμήσεις, που προκύπτουν από στοιχεία περιηγητών, η Ακαρνανία καλυπτόταν μέχρι και το πρώτο μισό του 19ου αιώνα από δάση σε ποσοστό περίπου 40-50%, ενώ στην Αιτωλία το ποσοστό αυτό ήταν περίπου 25-35%. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι το δρυόδασος του Ξηρομέρου, που ήταν το πιο εκτεταμένο και πυκνότερο δάσος της περιοχής, μειώθηκε κατά 50% από το έτος 1945 έως τις μέρες μας, ενώ το 25% της έκτασης που καταλάμβανε το έτος 1945 αραιώθηκε σε σημαντικό βαθμό, και το υπόλοιπο 25% μετατράπηκε σε κυρίαρχη μακκία, χαμηλή ξηροφυλλική βλάστηση (Δεληγιάννης, 2006). Τον παράδεισο τούτο λοιπόν, ο νέος Έλληνας τον απαξίωσε, τον υποβάθμισε, τον έσβησε, μετατρέποντας τον ευλογημένο τόπο, σε άμοιρο.
Δέστε τι έκαμε ο Έλληνας στο δρυμό του Αγρινίου, στην περιγραφή που έστειλε στο περιοδικό «Μη Χάνεσαι», στις 14 του Μάη του 1883, ο ανταποκριτής του: «Από χθες ανεχώρησε δι’ Αγρίνιον ο ανακριτής Πόλας προς ενέργειαν επί τόπω ανακρίσεων επί τη ανέδην ενεργουμένη εκείδε καταστροφή του δάσους: η αναλγησία της Κυβερνήσεως επί τη φθορά ταύτη πολυτιμοτάτης περιουσίας του δημοσίου, προξενεί ενταύθα μεγίστην αίσθησιν· φαίνεται ότι οι καταστροφείς του δάσους προστατεύονται σπουδαίως εν τω αρμοδίω τμήματι του υπουργείου των Οικονομικών: οι πάντες δε ενταύθα και εν Αγρινίω πιστεύουσιν ότι η ισχυρά χειρ του τμηματάρχου Βαλσαμάκη, πρώτου εξαδέλφου εκ της συζύγου του, των αδελφών Βλαχοπούλων, δεν είναι αμέτοχος της επιδαψιλευομένης τοις φθορεύσι του δάσους ευμενείας: Κατά το παρελθόν έτος παρά του εκδασωθέντος εδάφους εκαλλιεργήθησαν δημητριακοί καρποί πλέον των 2000 στρέμματων· η περίστασις αύτη εγνώσθη εις το υπουργείον δι’ αναφορών, και προεκλήθη τούτο να εκθέση εις δημοπρασίαν την ενοικίασιν των επί των προσόντων τούτων δικαιωμάτων επικαρπίας του δημοσίου, αλλά το υπουργείον ουδέν έπραξεν, και ούτω το δημόσιον εξηρέθη και της εισπράξεως νομίμου δικαιώματος: Εάν η δικαστική αρχή ήτις επιληφθεί ήδη συνεπεία μηνύσεων τακτικών της καταδιώξεως των επί του δάσους εγκλημάτων τούτων δεν δειχθεί αμείλικτος και αυστηρά, ουδέν δάσος εν Τριχωνία θ’ αποφύγει την πλεονεξίαν των ιδιωτικών συμφερόντων, των οποίων δυστυχώς η αντίθεσις προς το μέγιστον συμφέρον όπερ έχει το κράτος συντήρησιν των δασών, έλαβεν εκεί, ως εκ της ατιμωρησίας μεγίστην επίτασιν» (Ανώνυμου εκτάκτου ανταποκριτού, «Δάσος Αγρινίου», ανταπόκριση, περιοδ. «Μη Χάνεσαι», τόμος 4, τεύχος 484, έτος 1883).
Σε νεότερη δε ανταπόκρισή του ο ίδιος αναφέρει για το δάσος της Τριχωνίας: «Ταλαίπωρον δάσος! Επέπρωτο επί της πρωθυπουργίας του λαοφιλούς Χαριλάου Τρικούπη να σωριασθείς υποκύπτον εις το πυρ και εις τον σίδηρον, και αι ουρανομήκεις κορυφαί σου, εφ’ ων μόνον οι υψιπετείς αετοί ανέπνεον να καταπατώνται από τους βεβήλους πόδας ανθρώπων εκ της φυλής των κυνών. Περί της φοβεράς αυτής καταστροφής της απογυμνωσάσης την φτωχήν λίμνην, της εγκαταλειψάσης τινάς μόνον τήδε κακείσε μέλανας σκελετούς, δίκην φαντασμάτων, εξ’ ων τις οίδε πόσοι μύθοι θέλουσι πλασθεί, και πού πολίτης συλλέγων διαβολικά ανέκδοτα και πλουτίζων ούτω τας πολυτίμους συλλογάς του!!!». Μας πληροφορεί δε ούτος στο κείμενό του, ότι «ο κ. πρωθυπουργός διέταξε τον ενταύθα διαμένοντα ευσυνείδητον γεωμέτρην Γεώργιον Χρηστοφόρου όπως καταμετρήσει τας εκχερσωθείσας γαίας και μη, και να υποβάλλει πίνακαν εις το υπουργείον των Οικονομικών», όμως το «το κακό έγινεν και τα δάση είναι πια γεωργικαί γαίαι» (Ανώνυμου εκτάκτου ανταποκριτού, «Το δάσος της Τριχωνίας», ανταπόκριση, περιοδ. «Μη Χάνεσαι», τόμος 4, τεύχος 496, έτος 1883).

Αραιωμένο δρυοδάσος στο Ξηρόμερο.
Μία εικόνα των δασών της Τριχωνίας μάς δίνεται και μέσα από τις αφηγήσεις τριών περιηγητών σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Σημείωνε για τα δάση της Τριχωνίας ο Πρώσσος περιηγητής Jacob Salomon Bartholdy (διήλθε την Ελλάδα τα έτη 1803-1804): «Η λίμνη (της Τριχωνίδας) ξεχωρίζει για την ομορφιά της και για τα δάση που την περιβάλλουν, των οποίων την ξυλεία απόλειψε το έτος 1788 ο πρόξενος της Γαλλίας J. B. Lassale, για την κατασκευή πλοίων για το γαλλικό ναυτικό» (BartholdyJ., «Ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την Ελλάδα 1803-1804», τίτλος πρωτοτύπου: Voyage en Grece, fait dans les annees 1803 et 1804, απόδοση: Φώντας Κονδύλης, εκδόσεις Εκάτη, Αθήνα 1993). Ο Άγγλος Martin Leake το έτος 1805, μας πληροφορεί ότι μερικά μεγάλα δένδρα αυτού του δάσους –τα μεγαλύτερα που είδε στην Ελλάδα!– απέμειναν, τα δε υπόλοιπα ξαναγεννιούνταν σιγά σιγά (Leake William Martin, «Travels in Northen Greece», London 1835). Ενώ το έτος 1860, ο Άγγλος υποπρόξενος στο Μεσολόγγι D. E. Colnaghi, αναφέρεται στο δάσος από βελανιδιές της περιοχής, που φαίνεται να επανακάμπτουν (Colgaghi D. E., «Journal of tour in Akarnania, with account of ruins of New Pleuron, Gyftocastro and Petrovouni (Transaction of the Royal Society of Literature, vol. 7), Article dated Missolohghi, 1861)».
Είναι γεγονός ότι στο δάσος του Ξηρομέρου δεν έχει μέχρι σήμερα συντελεστεί ορθολογική διαχείρισή του –οι δύο διαχειριστικές μελέτες που συντάχθηκαν, τα έτη 1933 και 1964, δεν εφαρμόστηκαν. Είναι ένα δάσος που έχει περιοριστεί σημαντικά σε βάθος χρόνου, λόγω της κατάληψης της γης του από τον άνθρωπο, και της εκμετάλλευσής της κατά τρόπο μη συμβατό με τη λειτουργία του φυσικού συστήματος. Ο άνθρωπος εκμεταλλεύτηκε τη δασική γη κυρίως γεωργικά, λιγότερο οικιστικά, ενώ υπερυλοτόμησε το δάσος για την απολαβή του πολύτιμου ξύλου του. Υποβαθμιστικά κι εντέλει συμπληρωματικά στην απώλεια του δάσους λειτούργησε και η έντονη βόσκησή του. Οποιαδήποτε χρήση στο φυσικό τούτο χώρο δεν προέκυψε από μελετημένη διαχείριση του φυσικού συστήματος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το δρυόδασος να περιοριστεί στο 33 % της σύνολης έκτασής του (που ανέρχεται στα περίπου 14.000 εκτάρια), με το 15% να είναι δασοσκεπείς εκτάσεις και το υπόλοιπο να είναι (δενδροκομικές κυρίως) καλλιέργειες (στοιχεία από τη «Δασοπονική μελέτη περί προσωρινής διαχειρίσεως του δημοσίου δασικού συμπλέγματος “Μάνινα” Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας» του έτους 1964). Λογιζόμενοι στα παραπάνω διαπιστώνουμε την «υπερβολή» των καλλιεργειών έναντι του δάσους κι εντέλει την κυριαρχία τους σε σχέση με αυτό. Και τούτο, στους σήμερους καιρούς, με τις νέες αντιλήψεις για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος που ισχύουν, και την αειφορική διαχείριση του φυσικού χώρου, που ως αντίληψη περιβαλλοντικής διαχείρισης προάγεται, φαντάζει εξαιρετικά αρνητικό! Βέβαια, στους παλαιότερους καιρούς μια τέτοια αξιολόγηση δεν υφίστατο, αφενός διότι προτάσσονταν η επιβίωση του μεγάλου (τότε) τοπικού πληθυσμού, που ήθελε γη για καλλιέργεια, αφετέρου διότι η μεταλλαγή του τόπου δεν είχε τη «βιομηχανοποιημένη» σύγχρονη εκδοχή της, με τη μετατροπή της γης σε καλλιεργήσιμη ή οικοπεδική, προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο οικονομικός της ρόλος –είδαμε νωρίτερα ότι το 50% του δάσους Ξηρομέρου απωλέσθη μετά το 1945! Εξάλλου, οι αντιλήψεις ως προς τη διαχείριση του φυσικού χώρου από τις δημόσιες υπηρεσίες τότε, απορρέουσες και από τα ισχύοντα νομοθετικά πλαίσια, ήταν διαφορετικές σε σχέση με σήμερα, καθώς δινόταν προτεραιότητα στην αγροτική εκμετάλλευση της γης και την ανάπτυξη της σχετικής οικονομίας, μια αντίληψη που –κατά το μάλλον ή ήττον– εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα, λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός ότι στο μεταπολιτευτικό ελληνικό Σύνταγμα του 1975, στο άρθρο 24, προβλέφτηκε η δυνατότητα της κατ’ εξαίρεση χρήσης της δασικής γης για αγροτική εκμετάλλευση.

Υπεραιωνόβια βελανιδιά, παραμένει ζωντανή μετά τη φωτιά.
Το μεγάλο πρόβλημα του δάσους Ξηρομέρου ήταν, και εξακολουθεί να είναι, η υπερβόσκησή του. Στη διαχειριστική μελέτη του 1964 καταγράφηκε βόσκηση 20.000 αιγοπροβάτων (5.500 αιγών), 2.000 ιπποειδών και 1.350 χοίρων. Τούτο έχει ως συνέπεια το δάσος να μην αναγεννάται, διότι τρώγεται ή καταπατείται η φυσική του αναγέννηση. Έτσι αυτό εμφανίζεται έντονα γηρασμένο, μη δυνάμενο ν’ ανανεωθεί και να συνεχίσει την εις στο μέλλον πορεία του. Φυσικά, οι επιπτώσεις της υπερβόσκησης είναι διάφορες κι έντονες, κι έχουν να κάμουν τόσον με τη βλάστηση, όσον και με το έδαφος. Η υπερβόσκηση μετατρέπει το φυσικό σύστημα σε φθίνον, λόγω της υποβάθμισής του και της απώλειας των λειτουργιών του (υδρονομική, αναψυχική, αποθήκευση άνθρακα κ.ά.), που επιφέρουν περιβαλλοντική και κλιματική αλλαγή, ενώ πιο πέρα αν πάμε, η υποβάθμιση είναι κοινωνική και πολιτιστική, με την απώλεια αξιών, πόρων κι αγαθών. Η μετατροπή του δάσους σε βοσκότοπο, όχι με την έννοια της απώλειας του δάσους και της μετατροπής του σε grassland ή pasture οικοσύστημα (κατά την αγγλοσαξονική ορολογία), αλλά των συνεπειών της έντονης βόσκησης στο φυσικό σύστημα και της υποβάθμισής του από τη δραστηριότητα αυτή, έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται η συγκεκριμένη χρήση κυρίαρχη έναντι κάθε άλλης λόγω της οικονομικής της σημασίας, με αποτέλεσμα το δάσος να φθίνει και να μην αξιολογείται στα πλαίσια των πολλαπλών λειτουργιών του επ’ ωφελεία του κοινωνικού συνόλου.
Οι λαθροϋλοτομίες επίσης, έχουν καταστεί μάστιγα για το οικοσύστημα, αφού, ιδίως στους τελευταίους χρόνους, λόγω της οικονομικής κρίσης στη χώρα, με τον κόσμο να έχει στραφεί στο καυσόξυλο για να θερμανθεί, εγκαταλείποντας τα ορυκτά καύσιμα, αυτές έχουν αυξηθεί κατακόρυφα, οδηγώντας σε σημαντικές απώλειες ανεκτίμητου ξυλώδους κεφαλαίου. Πέραν όμως της ανάγκης απόληψης καυσοξύλων της τοπικής κοινωνίας για τη θέρμανσή της, υπάρχει και η εμπορική διάσταση του ζητήματος, με επιχειρήσεις ξυλείας να δραστηριοποιούνται παράνομα στην περιοχή, για την απόληψη ξύλου για τα τζάκια και τις ξυλόσομπες. Αυτή η δραστηριότητα καθίσταται ιδιαιτέρως καταστροφική για το συγκεκριμένο δασικό οικοσύστημα, όπως και οι πυρκαγιές που, περιορισμένα ευτυχώς, συμβαίνουν, αφού η δρυς (η βελανιδιά κυρίως) αναγεννάται δύσκολα κι αργά, κάτι που σε συνδυασμό με τη βόσκηση του δάσους, το αβαθές και φτωχό έδαφος, και τις δύσκολες ξηροθερμικές συνθήκες της περιοχής, κάμει σχεδόν αδύνατη τη συνέχειά του, ακόμα και τη διατήρησή του. Η απώλεια δε με τον τρόπο αυτό πολύτιμων μνημειακών ατόμων δρυός, καθώς και η απώλεια δρυοδένδρων σε περιοχές οριακές για την αναγέννηση της δρυός, συνιστά, πέραν της περιβαλλοντικής υποβάθμισης του τόπου, και κοινωνική κι αξιακή υποβάθμιση, αφού ο άνθρωπος δε συναισθάνεται πια τον τόπο, δεν τον διαισθάνεται ιστορικά και λειτουργικά, έχοντάς τον αποδώσει ως θυσία στην ανάγκη του ή στον οικονομικό σκοπό· κάτι που ο πρόγονος δεν το έκαμε αφού θεωρούσε «ιερά» τα δένδρα τα παλιά, ως αποτελώντα στοιχεία της ιστορίας του, ως σύμβολα του τόπου και ως συμμετέχοντα στο πράττειν –για το λόγο τούτο εξάλλου, αυτά μας παραδόθηκαν και σήμερα μας αποδίδεται η μέγιστη ευθύνη της προστασίας τους!..

Οι παράνομες υλοτομίες είναι μια μάστιγα για το οικοσύστημα του Ξηρομέρου.
Το βελανιδόδασος Ξηρομέρου έχει όλα τα τυπικά και ουσιαστικά χαρακτηριστικά μιας ειδικής και πληρέστερης προστασίας. Όχι απόλυτης, αλλά αυξημένης. Ο άνθρωπος θα πρέπει να παραμένει εν αυτώ, να μην αποκλειστεί από τη φύση, συμμετέχοντας ως θεωρός και πονητής στο φυσικό γίγνεσθαι, απολαμβάνοντας τις αξίες του δάσους· και νοιώθοντάς το κατά τη λειτουργία του εν αυτώ, να γίνεται προστάτης και φύλακάς του. Όχι ως εκμεταλλευτής του να λειτουργεί, αλλά ως καρπωτής των προσφορών του. Ο τέτοιος άνθρωπος είναι χρειαζούμενος κι απαραίτητος για το δάσος, καθώς συνειδητός είναι του φυσικού προορισμού και διαφυλακτής του. Μια βασική ιδέα είναι η ανακήρυξή του ως «φυσικό πάρκο» (Natural park), κατά την έννοια της παραγράφου 3 του άρθρου 19 του νόμου 1650/1986, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του νόμου 3937/2011. Θα μπορεί ως τέτοιο να γνωρίσει μιαν άλλη προστασία, περισσότερη, όχι όμως απόλυτη, καθώς δε θέλουμε τη φύση αυτή, στην οποία έχει εντρυφήσει και πονηθεί η τοπική κοινωνία, και έχει συμπράξει στην παραγωγή της, νάναι μουσειακή κι απόμακρη. Τη θέλουμε ανθρώπινη, όπως πάντα ήταν…
Γίνεται μετά τούτων φανερό ότι το βελανιδόδασος Ξηρομέρου –δάσος «υψηλόν» για το ιστορικό/κοινωνικό και περιβαλλοντικό του βάρος– δεινά στέκει στο στένεμα των νέων καιρών, οπού ο άνθρωπος γίνεται κυρίαρχος της φύσης κι όχι γονιμοποιός ζωής, και αδιάφορος στέκεται, παρά υπεύθυνος της πράξης του· αμέτοχος είναι, κι όχι συμμέτοχος στο φυσικό γενόμενο. Το δάσος τούτο το υποβάθμισε και το λιγόστεψε ο ανθρώπινος παράγων, και δεν ήταν φυσικός ο λόγος της υποχώρησής του. Τούτο συνιστά ηθικό ζήτημα για τον διαχειριστή άνθρωπο και του αποδίδεται η ευθύνη της φυσικής απώλειας. Ο άνθρωπος, από ένα σημείο της πορείας του και πέρα, όταν η αντίληψή του για τη γη έγινε εμπορευματική, δε σεβάστηκε το φυσικό αγαθό, που έως τότε το λόγιζε ως κοινωνικό, και το μετέτρεψε σε οικονομικό πόρο. Η γη, στη τέτοια της διάσταση, δεν ημπορούσε πλέον να λογίζεται χρηστικά, παρά εκμεταλλευτικά. Το δάσος, υπό αυτή τη θεώρηση, έγινε «βάρος» για τη γη, άχθος! Η φθόρα λιγοσύνη έφτιαξε έτσι τροχιστό πελέκι, που στα χέρια αστόχαστου λοτόμου έγινε εργαλείο φονικό της φύσης του, της ζωής του, του σύμπαντός του. Λιγοστεύοντας όμως φύση όπως αυτή, της δρυός, προσπερνώντας και μην εκτιμώντας τόπους τέτοιους, όπως του Ξηρόμερου, είναι σαν τη ρωμιοσύνη ν’ αποσβήνεις, σαν το ακρόγωνο λιθάρι του βίου να σαρώνεις, σα ν’ αφαιρείς, όντας χωρίς φύση και πνοή, τον μέσα αέρα των πνευμόνων σου. Αρίζωτος έτσι, άπατρις κι άπνευστος, καταγίνεσαι απόξηρος· καθώς, ο με χλωρίδα κόσμος είναι κείνος που πληθύνεται ολόκαρπος, ενώ ο ξερικός άνθρωπος δεν καρπίζεται ολόγιομα.

Χάρτης πρότασης θεσμοθέτησης της περιοχής όπου εκτείνεται το οικοσύστημα του βελανιδόδασους Ξηρομέρου ως προστατευόμενης περιοχής.
Ο καλός μας ποιητής, ο Οδυσσέας Ελύτης, απέδωσε τα παραπάνω λέγοντας: «Η φύση δε βρίσκεται πάντοτε εκεί που τη βλέπουμε. Οικεί μέσα μας» («Εν Λευκώ», σελ. 307). Μην έχοντας όμως τη φύση γύρω μας, με ευθύνη μας, δεν είναι δυνατό να την έχουμε μέσα μας, ακριβώς διότι δεν είμαστε ικανοί στις πράξεις της ψυχής, που κρίνουν το βίο μας. Είναι πολύ και βαθύ να νοείς για τα γύρα –αν και για την πλειονοψηφία των Νεοελλήνων, που λειτουργούν αστόχαστα, φαντάζει τούτο ως πράξη απλοϊκή κι ανώφελη!–, κι αντίστοιχα είναι όμορφα δυνατό να πράττεις όντας έτσι λογισμένος. Η στάση μας σ’ ότι αφορά στη φύση του Ξηρόμερου, σύμφωνα με όλα κείνα που τη συνθέτουν και τη συγκροτούν ως ολότητα φυσική, κοινωνική, ιστορική, πολιτιστική, είναι μια καλή αφορμή κι ένας λόγος αναστοχοσμού κι επαναπροσδιορισμού της πράξης μας στο φυσικό γίγνεσθαι, που τόσο αμελήσαμε ή αποξεχάσαμε στον πυρετό της εξέλιξής μας!..
Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου
← ΒΕΛΑΝΙΔΟΔΑΣΟΣ ΞΗΡΟΜΕΡΟΥ (2ο μέρος)  ΠΗΓΗ  ΔΑΣΑΡΧΕΙΟ  COM.

1 σχόλιο:

  1. Εξαιρετικό άρθρο... ευχαριστώ πολύ... βλέπε

    https://permies.com/t/680/14353/Reforestation-Growing-trees-arid-barren

    για αναφορά στο άρθρο σας

    Κωστής Καρουμπας

    ΑπάντησηΔιαγραφή